Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Margin Call (2011)

Οι Συντηρητικοί στην Αμερική έθαψαν αυτήν την, σχετικά άγνωστη στο ευρύ κοινό, ταινία του επίσης άγνωστου J.C. Chandor, βάζοντας την στον ''πίνακα με τα παραδείγματα'' ταινιών που συμβολίζουν την ''ηγεμονία'' προοδευτικών και φιλελεύθερων στον αμερικάνικο κινηματογράφο. Πέραν της αστειότητας του επιχειρήματος (η ηγεμονία παραμένει βαθύτατα συντηρητική) και παραβλέποντας για την ώρα ότι σε κάθε περίπτωση (συντηρητική ή φιλελεύθερη) το αποτέλεσμα είναι προβληματικό στις ιδέες και την εφαρμογή των μέσων, η ταινία αυτή έχει πράγματι μια πρόθεση να αναμετρηθεί με αναβαθμισμένο περιεχόμενο (η ''γέννηση'' της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης) και αρκετές δυσκολίες: 

1. Πως μετατρέπεις μια γεμάτη οικονομικούς όρους ενδοεταιρική ενδοσκόπηση σε θρίλερ;
2. Πως μπορείς να χωρέσεις όλο το φάσμα των ερωτημάτων ενός τέτοιου θέματος σε μια ταινία για μια νύχτα σε μια εταιρία που ετοιμάζεται να ξεπουλήσει για να ''σωθεί'' από το επερχόμενο κραχ;
3. Πως βάζεις την Demi Moore δίπλα σε ηθοποιούς όπως ο Jeremy Irons, o Kevin Spacey και ο Stanley Tucci χωρίς να φαίνεται αστεία;

Πιο σημαντικό από όλα: Τι ακριβώς θες να πεις;

Ξεκινώντας ανάποδα, η ταινία είναι φανερό ότι θέλει να καταλήξει σε δυο, γνωστές, θέσεις: Αφενός, οι αδίστακτοι και αδήφαγοι μεγαλοκαρχαρίες επενδυτές είναι υπαίτιοι για την κρίση. Αφετέρου, υπάρχουν και ''μεσαίοι'' καρχαρίες που έχουν συνείδηση φυτοφάγου καρχαρία και όχι μόνο παραμένουν άνθρωποι, αλλά το είχαν ''δει'' να έρχεται και τους παρέκαμψαν.  Είναι τελικά μια βαθιά συστημική ταινία, που αποφεύγει οποιαδήποτε καυτή πατάτα (καπιταλισμός) και ασχολείται με τον εξανθρωπισμό της εταιρικής ιεραρχίας μέσα από μερικές πολύ καλές και άλλες οριακά κακές ιδέες. Ωστόσο, αν κάτι πετυχαίνει, θελημένα ή άθελα, είναι η ειρωνία και η σκιαγράφηση ενός μωσαικού χαρακτήρων μέσα από αντισυστημικές πινελιές και απομυθοποιήσεις. Και πέρα από αυτό, να αποτελεί, παρά το αντικινηματογραφικό του θέμα, ένα σφιχτοδεμένο και στακάτο έργο που αναβαθμίζεται και από μια ομάδα εξαιρετικών ηθοποιών (Stanley Tucci και Paul Bettany οι καλύτεροι όλων) και έχει μερικές πραγματικά έξυπνες σκηνές και ιδέες.

Η πρώτη και βασική, ιδέα, είναι το προχώρημα στην ιεραρχία και τους χαρακτήρες ως μια συνεχής εναλλαγή ρόλων στην εταιρική τροφική αλυσίδα: Από το αφεντικό 10 ανθρώπων  (Paul Bettany) περνάμε στο ''αφεντικό του ορόφου'' (Kevin Spacey), από εκεί στα αφεντικά του κτιρίου (Simon Baker, Demi Moore) και από εκεί στο αφεντικό όλων των κτιρίων (Jeremy Irons) καθώς όλοι μαζεύονται σιγά σιγά για να αντιμετωπίσουν την εταιρική κρίση που αποκαλύπτει ένας υπάλληλος (Quinto, γνωστός και ως Sylar) χάρη στην τελευταία προτροπή ενός άρτι απολυθέντος συντονιστή 5 ανθρώπων (Stanley Tucci). Μαζί με αυτό το προχώρημα, προχωράει και η προσπάθεια εύρεσης του ''αρχικαθικιού'' και του πιο αδίστακτου. Κάθε φορά που θεωρείς ότι ο τάδε είναι και πολύ κόπανος, όταν έρχεται το μεγαλύτερο ψάρι αυτόματα καταλαβαίνεις ότι είναι ηθικό πρότυπο. Enter irony.

Η πρώτη σκηνή είναι χαρακτηριστική: Μια ομάδα αυστηρών γυναικών μπαίνει στον όροφο και αρχίζει να καλεί, random, εργαζόμενους και να τους ανακοινώνει την απόλυσή τους. Όλοι προσπαθούν να περάσουν απαρατήρητοι ύστερα από προτροπή του αφεντικού: ''Κοιτάχτε τη δουλειά σας''. Ένας συμπαθής μεσήλικας (Tucci) χαζεύει στον υπολογιστή του- δουλεύει στην εταιρία 19 χρόνια με συνέπεια, και μέσα σε 10 λεπτά βρίσκεται να συνοδεύεται από προσωπικό ασφαλείας σαν κλέφτης έξω από το κτίριο. Αφήνει σε έναν υπάληλλό του (Quinto) ένα φλασάκι και του λέει να το ψαχουλέψει και να προσέχει (είναι η εικόνα της καταστροφής που έρχεται, την οποία δεν πρόλαβε να δει ο ίδιος γιατί τον απολύσανε). Σύντομα, έχει μείνει το 20% στον όροφο, και ο αρχιγιάπης (Bettany) πάει στο αφεντικό (Spacey) να του πει ότι όλα τελειώσαν. Και να. Το αφεντικό είναι θλιμμένο. Είναι βουρκωμένος. Δεν μπορεί να μιλήσει καθαρά. Και λες: Να. Τουλάχιστον απολύουν με τόσο σκληρό τρόπο, αλλά δεν αισθάνονται καλά. Στέλνουν κάτι ξισπασμένες, παγερές σαν ρομπότ γυναίκες να διώξουν εργαζόμενους για 20 χρόνια αντί να πάνε οι ίδιοι, αλλά τουλάχιστον έχουν ενοχές και συνείδηση.

''Απολύεσαι, αλλά νιώθω λίγο άσχημα''
Και όμως. Ο Kevin Spacey, την ώρα που απολύεται με στυγνή κυνικότητα το 80% των υφιστάμενών του, κλαίει για το σκυλί του, που έχει καρκίνο. Ύστερα, σκουπίζει τα δάκρυά του, βγαίνει στους εναπομείναντες υπαλλήλους του και βγάζει ένα pep-talk για να κάνει ένα ακτίφ σε όσους έμειναν. Με τον Stanley Tucci μπορεί να γνωρίζονται 20 χρόνια, μπορεί να έχουν πάει και διακοπές μαζί, αλλά δεν τον νοιάζει καθόλου. Μπορεί, όπως αποδυκνείεται, το σκυλί να είναι ένα σεναριακό εύρημα για να μας δείξει στην πορεία της ταινίας τον άνθρωπο Kevin Spacey, μπορεί τελικά ο ρόλος αυτός να είναι ο ''ηθικός φάρος'' σε σχέση με τους μεγαλοκαρχαρίες, αλλά ειρωνικά, η σκηνή αυτή δείχνει στον υποτιθέμενο ανθρωπισμό της, την μεγαλύτερη απανθρωπιά του κεφαλαίου και του καριερισμού. Την ίδια στιγμή, εκεί που θέλει να δείξει απανθρωπιά (στο πως γίνεται η απόλυση) πάλι ειρωνικά, εξιδανικεύει μια διαδικασία που στην πραγματικότητα, είναι ακόμα πιο σκληρή και απάνθρωπη.

Κάπου εκεί ξεκινάει η μεγάλη νύχτα (αφού ο υπάλληλος βλέπει την επερχόμενη καταστροφή) και σε λίγο ο Kevin Spacey είναι ο πιο αγαπητός ήρωας. Που επίσης στο τέλος θα συναινέσει (για τα λεφτά) στο σχέδιο του αφεντικού να ξεπουλήσουν, και θα καταλήξει να θάβει τον σκύλο του σε ένα σπίτι που δεν του ανήκει πια (της πρώην γυναίκας του), σε έναν έξυπνο αλλά χλιαρό συμβολισμό.

Στο μεταξύ μεσολαβούν διάφορες ακόμα πετυχημένες σκηνές: Ο Paul Bettany, εν αναμονή του μεγάλου αφεντικού, εξηγεί πως κατάφερε να ξοδέψει 2,5 εκ. δολλάρια σε ένα χρόνο. Το αυτοκίνητο, τα κοστούμια, τα δώρα, το φαγητό απ'έξω, οι πουτάνες και οι στρίπερ, τελικά βγαίνουν και περισσέυουν μόλις μερικές χιλιάδες για τσιγάρα. Η ζωή του μεγαλογιάπη σε αποδείξεις, αλλά με μια τέτοια κυνικότητα και απόσταση που φαντάζει εντελώς κούφια και ανευ νοήματος πλουσιοπάροχη μοναξιά: Είτε το σενάριο είτε ο ίδιος ο ηθοποιός, όπως και να το έστησε έτσι, ήταν καλό. Λίγο αργότερα, ο ''μαζί τα φάγαμε'' λόγος του δείχνει την δική του ρηχότητα, αλλά και την νοητική ανεπάρκεια του Πάγκαλου στο να πει ακόμα και τις ακραίες νεοφιλελεύθερες αρλούμπες με ωραίο τρόπο.

Ο Jeremy Irons διεκδικεί τον τίτλο του μεγαλύτερου καθικιού από όλους: Για να επιβιώσει, αποφασίζει το ξεπούλημα των τίτλων (''τοξικών'' τίτλων) της εταιρίας (ή τράπεζας, δεν αποσαφηνίζεται ποτέ), δηλώνει ότι έχει μυριστεί καιρό, η κερδοσκοπική μύτη του, το αναπόδραστο κραχ (για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι το ψιλοδημιουργεί με την επιλογή του) και βγάζει διάφορους λόγους καθ'όλη την διάρκεια, εντελώς κούφιους. Ο φίλος του υπαλλήλου (Penn Badgley) περνάει όλη την ταινία ρωτώντας για τον τάδε και τον δείνα πόσα λεφτά βγαζουν το χρόνο και όταν βλέπει την επερχόμενη απόλυσή του προσγειώνεται από το συνεφάκι του καριερισμού στην δική του κενότητα. Que σε μια ωραία σκηνή που συναντά στην τουαλέτα τον ενδιάμεσο ''αρχηγό ορόφου'' (Simon Baker) και του μιλάει για την απόλυσή του, ψιλοκλαίγοντας. Ο Baker συνεχίζει να ξυρίζεται σχολαστικά, εντελώς αδιάφορος, και ενώ για κάποιο λόγο η ένταση κλιμακώνεται, δεν λέει απολύτως τίποτα. Ακόμα και μια απαξίωση του τύπου ''εισαι μικρός ακόμα'' ή ''δεν είσαι αρκετά καλός ακόμα'' θα ήταν κάποια λύτρωση. Αντιθέτως, ο μικρός του λέει ότι ''αυτό μου αρέσει να κάνω'' και ο μεγάλος (όχι τόσο, 5 χρόνια διαφορά) του λέει ''Αλήθεια;'', και τίποτα άλλο. Στην ειρωνία της, είναι μια δυνατή σκηνή. Η ταινία κορυφώνεται σε μια ανευ δράσης σεκάνς, που ακούγεται η φωνή του Paul Bettany ανάμεσα σε διάφορα πλάνα της Wall Street και της Νέας Υόρκης. Πουλάει, και το κάνει καλά, από τις 9:00 μέχρι τις 15:00, όπου πλέον πουλάει με απώλειες της τάξης των 100 εκ. για κάθε πώληση. Ο Jeremy Irons μαζεύει το ζεστό χρήμα, μοιράζει κάτι στους αξιωματικούς του και ο Kevin Spacey θάβει το σκύλο του.

ποιος καπιταλισμός;
Ο κάτι-σαν-πρωταγωνιστής Quinto κερδίζει και την δική του επιβίωση σαν υπάλληλος, αλλά σε έναν νέο κόσμο, τον οποίο κανείς δεν ξέρει ακόμα: Ο Spacey αναρωτιέται αν αυτό ήταν ένα άγαρμπο ξύπνημα ή ένα πολύ, πολύ καθυστερημένο ξύπνημα. Φτηνές εξομολογήσεις ενοχής του κεφαλαίου που δεν ''χειρίστηκε'' καλά την λαιμαργία του και στροφή της ταινίας στον συστημικό λόγο εκ νέου: Χωρίς τον Jeremy Irons, δεν θα είχαμε κρίση τώρα.


Κατά τα άλλα, η προσπάθεια της ταινίας να κάνει τους οικονομικούς όρους μαζικούς αποτυγχάνει: Όλοι στην ιεραρχία (από τον Paul Bettany μέχρι τον Jeremy Irons) ρωτάνε και ξαναρωτάνε τον Quinto να τους το πει με απλά λόγια. Κάθε φορά αυτός χρησιμοποιεί την απλή version που είπε στον προηγούμενο, αλλά ο μεγαλύτερος τα θέλει ακόμα πιο απλά. Ο Irons τον προτρέπει να του μιλήσει σαν να μιλούσε στον σκύλο του. Τώρα, είτε η  ταινία θέλει να μας πει ότι είμαστε σκύλοι μπροστά σε οικονομικούς όρους, είτε θέλει να μας πει ότι όσο ανεβαίνει κανείς στην ιεραρχία τόσο πιο χαμηλό IQ έχει. Άχρηστο. Όπως και η Demi Moore, ακόμα και όταν γίνεται εντελώς άδικα η αποδιοπομπαία κατσίκα για την κατάρρευση. Αναρωτίεσαι απλώς γιατί δεν τρώει και ένα χαστούκι (αν το έχει κάνει επίτηδες, τότε είναι καλή ηθοποιός) καθώς αναδεύει έναν έντονο αντι-φεμινισμό της σκληρής καριερίστας (ειδικά σε αυτό: Αν ο χαρακτήρας της ήταν μια κριτική στον φαλλοκρατικό εταιρικό κόσμο, τότε ο ρόλος της, περισσότερο από την ίδια, έχει το ακριβώς ανάποδο αποτέλεσμα: Σου λέει ότι οι γυναίκες οφείλουν να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην καριέρα, ως πρότυπο φεμινισμού, μόνο και μόνο για να αποτύχουν και στην πορεία να έχουν αποδειχτεί πιο σκληρές και από άντρες, που τουλάχιστον αγαπάνε τα σκυλάκια τους. Έλεος).
of mice and Men

Ότι πάει να χτίσει μέσα από την ειρωνία στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων, η ταινία το γκρεμίζει μέσα από συμβάσεις και διάφορες περιττές φιλοσοφίες, αλλά ως τέτοια κρατιέται από την έντονη παρουσία των ηθοποιών και ύστερα το ξαναχάνει βάζοντάς τους απλά να δείχνουν τις ερμηνευτικές τους ικανότητες σε πολλές φορές αδιάφορους διαλόγους. Ύστερα το κουκουλώνει όλο πραγματευόμενη ένα δυνατό θέμα, αλλά ξεσκεπάζεται από το γεγονός ότι, στο τέλος της ημέρας, δεν έχει κάτι ιδιαίτερο να πει πέρα από το να κατηγορήσει, ευθέως, την ''κακή'' πλευρά του κεφαλαίου για να αναθεματίσει, την ίδια στιγμή, την στωικότητα της ''καλής'' πλευράς που αγαπάει τα κατοικίδιά της και κάνει τα ίδια αλλά με ηθικούς δισταγμούς. Κατ'εμέ ωστόσο, ο Kevin Spacey και ότι συμβολίζει είναι η ακόμα πιο ''κακή'' πλευρά. Ο Jeremy Irons δεν έχει καμία αυταπάτη για τον ρόλο του ως ταξικός εχθρός, δεν έχει καμία αυταπάτη για το πως ''πρέπει να δουλεύουν τα πράγματα'', δεν ακτιφάρει με ψέμματα και ψυχολογικά τεχνάσματα αλλά με λεφτά, δεν ενδιαφέρεται για την ηθική ισορροπία των πραγμάτων αλλά για το πως να βγάλει λεφτά. Αν, σε μια αναγωγή, ο Jeremy Irons είναι ο καπιταλισμός όπως θα τον έλεγες σε ένα σκυλί, τότε η ταινία πετυχαίνει διάνα: Εκεί που αστοχεί είναι στην προσπάθεια να πείσει ότι ο Kevin Spacey, υπό άλλες προυποθέσεις, μπορεί και να έσωζε την κατάσταση.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
;