Σάββατο 30 Μαΐου 2015 0 σχόλια

Θα περάσει και αυτός

Ήταν υπερβολικές οι αντιδράσεις για το καινούριο κομμάτι του Πορτοκάλογλου;

Κατ'αρχήν είναι σαφές ότι για να είσαι στο στόχαστρο του διαδικτύου (της προοδευτικής μεριάς του τουλάχιστον), μάλλον κάποιος λόγος θα υπάρχει - Ο Πορτοκάλογλου διεκδίκησε ο ίδιος για τον εαυτό του ''πολιτικοκοινωνικό'' σχόλιο μέσα από το τραγούδι του, οπότε εύλογα θα το λουστεί και ως τέτοιο.

Άλλωστε, ο ίδιος μουσικός είχε υπογράψει εκείνο το ''μανιφέστο'' για την Κεντροαριστερά, μαζί με κάτι άλλες μεγάλες καλλιτεχνικές μορφές - σύμβολα, όπως το duckface της Σώτης Τριανταφύλλου, τα ''τραβα-γαμίσου-μωρή'' αλανιάρικα βρισίδια του Θανάση Χειμωνά και τα διαφημιστικά σποτάκια της ΔΗΜΑΡ του Γιάννη Μπέζου. Εκείνο το πολύκροτο μανιφέστο που έγινε πρώτη είδηση για περίπου τρεις ημέρες, επανέφερε για κάποιο λόγο το όνομα του Σημίτη στην επικαιρότητα, έδωσε στο duckface της Τριανταφύλλου μερικά λεπτά τηλεπαρουσίας, κυρίως στο Mega, έκανε τον Χειμωνά κάτι σαν υποψήφιο για την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ και γενικά μάζεψε κάποιους καλλιτέχνες για αντίπαλο δέος στον Τατσόπουλο που εκείνη την περίοδο σάρωνε τηλεοπτικά αποδεικνύοντας ότι είναι πιο μάτσο από τους μάτσο Χρυσαυγίτες ως βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. 

Όλοι αυτοί αποτέλεσαν μια φουρνιά δημιουργών που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στις αρχές του '90 και για κάποιο λόγο μετατράπηκε σε μια περίεργη ανφάν γκατέ από τα μέσα του '00. Μια μερίδα μιας γενιάς καλλιτεχνών που, είτε ''χώθηκαν'' στην πολιτική είτε όχι, χαρακτηρίστηκε από τις επιτυχίες, τους πλατινένιους δίσκους και την ''δημιουργική ανακύκλωση'' του εαυτού της.

Στα μνημονιακά χρόνια, αρκετός κόσμος και η νεολαία στράφηκαν προς τους καλλιτέχνες περιμένοντας κάτι, περιμένοντας να φτιαχτούν μελωδίες και να ενωθούν λέξεις που θα εκφράζουν ταυτόχρονα οργή και ελπίδα, που θα φέρνουν το νέο και αισιοδοξία- πολλοί καλλιτέχνες τους διέψευσαν, ίσως επειδή η δημιουργική τους πορεία δεν τους επέτρεπε πια να παραμείνουν συνδεδεμένοι με τους καιρούς τους και να αναπολούν τις παλιές καλές εποχές, που τα βιβλία και τα cd αγοραζόντουσαν κυρίως ως καταναλωτικά αγαθά και δευτερευόντως ως καλλιτεχνικά συμβάντα. Εποχές που η καλή διαφήμιση ήταν εξ'ίσου σημαντική με το ποιοτικό δημιούργημα. 

Ο Θοδωρής Πάγκαλος, πιθανότατα ο ορισμός του ''ξοφλημένου παλιού'' και σε μορφή και σε περιεχόμενο, όντας αρκετά έξυπνος, κατάλαβε ότι αν δεν μπορείς να πας μαζί με την εποχή σου, καλύτερα να της πας κόντρα- αλλιώς θα σε ξεπεράσει και θα σε στείλει στην αφάνεια. Ο φόβος της αφάνειας είναι σχεδόν εφάμιλλος του φόβου του θανάτου για τον ναρκισσισμό που ανέπτυξαν τα ''Πρόσωπα'' του εκσυγχρονισμού του '90. Ο Πάγκαλος είχε μόνο έναν τρόπο να παραμένει προσκεκλημένος σε ραδιόφωνα και τηλεοπτικές εκπομπές- να λέει τα χειρότερα με τον χειρότερο τρόπο. Τι νόημα άλλωστε θα είχε για ένα μέγεθος σαν αυτό του Πάγκαλου να πει κάτι του τύπου: ''Φάγαμε δυστυχώς πολλά, κάποιοι άλλοι φάγανε μαζί μας, την πληρώνουν και άλλοι τώρα αλλά είναι αναγκαίο κακό''; Είναι μια φράση με ανάλογο πολιτικό κυνισμό, αλλά είναι μια φράση που θα έκανε ένα μικρό πέρασμα σε πρωινή εκπομπή του Μέγκα και κανείς δεν θα ασχολιόταν άλλο μαζί της. Μαζί τα φάγαμε, γιατί έτσι συσπειρώνονται αυτοί που φάγανε τα περισσότερα και έτσι σε βρίζουν κιόλας οι ούτως ή άλλως, πολιτικοί σου αντίπαλοι. 

Θα ήταν άστοχο να αναγνωρίσουμε είκοσι κουσούρια σε μια ολόκληρη εποχή και να μην δούμε ότι η μήτρα σε κάθε κουσούρι δεν μπορεί παρά να επηρεάσει όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής- μαζί και τον καλλιτεχνικό κόσμο. Η ευκολία, η αρπαχτή, το φαίνεσθαι, η (χρηματιστηριακής εμπνεύσεως) φούσκα είναι όλα εκεί. 

Με άλλα λόγια, το Ποτάμι υπήρχε πριν το Ποτάμι. Είναι άλλωστε προφανές σήμερα: Ποιος από όλους τους παραπάνω δεν θα μπορούσε να είναι στο Ποτάμι, αύριο κιόλας; Άνθρωποι της τηλεόρασης ή εξαρτημένοι από αυτήν, άνθρωποι που στην διάλυση του ΠΑΣΟΚ έμειναν ορφανοί, άνθρωποι και ιδέες του παλιού που παραμένει παλιό και ας ντύνεται με καινούρια ρούχα. 

Ο Νίκος Πορτοκάλογλου θα μπορούσε σήμερα να είναι ένα από τα δημοφιλή πρόσωπα του Ποταμιού και δεν αποκλείεται να γίνει, καθώς το κομμάτι που έγραψε θα μπορούσε να είναι και ο ύμνος του Ποταμιού. Οι στίχοι του δεν είναι αντιδραστικοί επειδή φέρνουν στον Πάγκαλο, είναι αντιδραστικοί επειδή είναι κενοί και αποκρύπτουν μεγάλο μέρος της αλήθειας και επιδιώκουν πολύ να είναι αρεστοί σε έναν υποθετικό ''μέσο όρο''. Το φάρμακο είναι ''φριχτό'' λέει ο Πορτοκάλογλου, αλλά με αυτό ''κάποιος προσπαθεί να μας γιατρέψει'', ξεκαθαρίζει. Και για να ολοκληρώσει το νόημά του, ονοματίζει ''κοπάδι'' όλους αυτούς που βγήκαν από το κοπάδι (του δικομματισμού) και αυτοονοματίζεται ''μειοψηφία''. Ο Σταύρος Θεοδωράκης ήδη σιγοσφυρίζει τον σκοπό.

Και όμως, χωρίς αυτήν την ιδιαιτερότητα, χωρίς αυτήν την πρόκληση, το καινούριο τραγούδι του Πορτοκάλογλου ίσως ποτέ να μην το μαθαίναμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ''κακό'' ή κάτι τέτοιο . Όπως αντίστοιχα, αμφιβάλω αν κανείς γνωρίζει ένα άλλο τραγούδι πέραν του ομώνυμου από το δίσκο ΄'Ίσως'' (και μην πει κανείς το ''Τι λάθος κάνω'' γιατί σε τελική ανάλυση, από τον Χαρούλη το έμαθε). Και αυτό επειδή είναι άνευρο, αδιάφορο σε γενικό πλαίσιο και με μόνα ενδιαφέροντα σημεία την αμυδρή ανάμνηση του ''Τα καράβια μου καίω'' και τον συνειρμό που προκαλεί με το Road to Nowhere (εκτός και αν το τελευταίο το έπαθα μόνο εγώ). 



Από το 1995 άλλωστε, και το εξαιρετικό ''Κλείσε τα Μάτια'' στην ταινία Ακροπόλ του Βούλγαρη (λίγο μετά το επίσης εξαιρετικό ''Τα καράβια μου καίω''), η καριέρα του Πορτοκάλογλου είναι ένα κολλάζ με κάποιες αναλαμπές και κάποια ραδιοφωνικά hit (όπως το Θάλασσα μου Σκοτεινή). Φυσικά, δεν μπορεί κανείς με ευκολία να κρίνει έναν καλλιτέχνη με τεράστια διαδρομή, αλλά ο Πορτοκάλογλου μοιάζει με μια ιστορία (που παίχτηκε αρκετές φορές για πολλούς) ενός δημιουργού που μπήκε με ορμή και με διάθεση να ανανεώνει συνεχώς τον εαυτό του (από τους Φατμέ στην solo καριέρα και στον πειραματισμό με τον ηλεκτρονικό ήχο κλπ) αλλά κάπου επαναπαύτηκε στα sold out, στα encore των μεγάλων επιτυχιών και στην σιγουριά ενός brand name που χωρίς ιδιαίτερο κόπο θα λάβει την κυκλοφορία και την προώθηση που για άλλους αποτελεί όνειρο. Εκτός και αν κάποιος θεωρεί ότι οι ''μπλουζ διασκευές'' των λαϊκών κομματιών που έκανε πρόσφατα αποτελούν κάτι ελάχιστα πιο ξεχωριστό από τις αναρίθμητες και συχνά, πολύ πιο πρωτότυπες διασκευές που συναντά κανείς σε μια βόλτα στα μπαρ της Αθήνας και της επαρχίας. 

Με άλλα λόγια, ο Πορτοκάλογλου δεν είναι τόσο το πρόβλημα, με την έννοια ότι τα προβλήματα σπανίως είναι προβλέψιμα. Η φασαρία που γίνεται για το καινούριο κομμάτι του Πορτοκάλογλου δείχνει ξανά την ανάγκη για το νέο, για την πρωτοπορία και την ανανέωση. Η οποία με την σειρά της, δεν θα ξεπηδήσει με κάποια παρθενογένεση, αλλά αντλώντας από το παλιό και κάνοντας το νέο με την ορμή και την διάθεσή της. 

Όσο λιγότερο ακούει κανείς τον Πορτοκάλογλου να θεωρεί γιατρικό φάρμακο την Τρόικα και την τσαλαπάτηση της αξιοπρέπειας του κοινού του, τόσο δημιουργεί τον χώρο για νέα ακούσματα και νέα πρόσωπα. Και όσο λιγότερο τον ακούει, τόσο δεν θα ξεχνάει τον Πορτοκάλογλου και τους Φατμέ, τον μετρίως μέτριο και πάντα μετρημένο, τον Πορτοκάλογλου που έγραψε αυτό το υπέροχο κομμάτι για όσους ''χούντα δεν γνωρίσανε μα ούτε ελευθερία, της μεταπολίτευσης χαμένη γενιά''. 



Και ίσως, όσο λιγότερο τον ακούει κανείς, να του δοθεί ένα δημιουργικό κίνητρο να συνεχίσει από εκεί που το άφησε και να τον ακούμε ξανά με την ίδια αγάπη. 

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015 0 σχόλια

Η αυτοκτονία του (δειλού) Ιάκωβου


Σύνοψη: 

Η Ελλάδα της κρίσης. Η Ελλάδα των κινημάτων. Η Ελλάδα της μελαγχολίας. Η Ελλάδα της τραγωδίας. Η Ελλάδα της ελπίδας. Η Ελλάδα του ξεριζωμού. Η Ελλάδα μετά από όλα αυτά.
Ιστορίες παράλληλες και ιστορίες ταυτόχρονες, ιστορίες αντικρουόμενες και ιστορίες αλληλοσυμπληρούμενες. Ιστορίες αυτοτελείς και ιστορίες σε θολά μίγματα που δεν ξεχωρίζουν η μια από την άλλη. Άλλες στην πρώτη γραμμή, άλλες σε απόσταση.
Ο μικρότερος αδερφός επιστρέφει μετά από καιρό στην πατρίδα που εγκατέλειψε, με αφορμή έναν ετοιμοθάνατο σκύλο, για να βρει τελικά έναν έρωτα που ποτέ δεν πέθανε, μια οικογένεια ολότελα διαφορετική αλλά και ολότελα ίδια όπως την άφησε, ένα τόπο γνώριμο και ταυτόχρονα ξένο.
Ο Ιάκωβος θα αυτοκτονήσει απρόσμενα, αναπάντεχα, χωρίς προφανή αιτία και χωρίς κανένα γράμμα αιτιολόγησης. Συγγενείς και φίλοι θα αναζητήσουν απαντήσεις, αρνούμενοι να παραδοθούν στο αναπάντητο και αναίτιο της απώλειας. Όσο αργεί όμως η λύτρωση αυτή, όλα τα σκονισμένα φιτίλια θα αναφλεχτούν ταυτόχρονα.












Ενθαρρύνεται η ανάγνωση, αναδημοσίευση, διακίνηση. Πατήστε εδώ:



Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014 0 σχόλια

Snowpiercer (2014)

I didn't know much about this movie. I only knew these:


  • A trailer that could look like an action movie tralier, albeit a bit of Terry-Gilliam-esque aesthetics (at points) and a bit of an amazing and grotesque Tilda Swinton, contributing something like a class wars dynamic with one line: ''Know your place''. Creepy and nice. 


  • An international production, adaptation of an old existential French graphic novel, given to Joon-Ho Bong. The director from Korea had previously offered ''the Host'', which I really enjoyed. 
  • Chris Evans starring. Chris Evans aka ''meh''Captain America. However, if you've seen Puncture (2011) you'd already know Chris Evans can really deliver,at least for parts requiring from him something more than just looking good. (I think the beard makes him look even better)
  • Finally, I knew that it was propably ''good'', since I had ran accross several positive reviews from critics around international festivals during 2013. 


All the above sum up to this: I was unprepared for Snowpiercer. I strongly believe that this contributed to the overall film experience, so, since the rest is full of SPOILERS, go no further. Find the movie, watch it first. Then come back here and we will talk about it.

I really mean that, do not read if you haven't seen the movie! 

You've been warned. 

SPOILERPIERCER

I'd say the main plot is rather simple: Against global warming (that we induced), we make a new mistake over the old one with some kind of greenhouse-control gas that induced a rapid Ice Age, obliterating life all around our planet. Almost all life, since there is this train (with some kind of renewable never-ending engine) that keeps choo-chooing around the planet (one round annualy), made by this Wilford guy. So the last survivors are stacked inside this train, going round our lifeless planet. Our movie starts on the 17th year of the train's journey.


I know, until now it may sound like another ''eco-friendly-yadda-yadda'' kind of blockbuster, with the train as a metaphor of humanity. And it would be, but both the creators of the original graphic novel and Bong are actually being literal about it: If our train is our ''humanity miniature'', this miniature is far away from all stereotypes that all cinematic ''miniatures'' have provided. This miniature is actually a truthfull copy of the old big picture: The world is still unequal, class struggle is present although now unequality is on the horizontal axis and not the vertical of the old financial pyramid. Within the tail of the train live the rugged, dirty, poor, the wretched of the end of the world. In the front live the privileged, the 1%. The class struggle element is evident from the very beggining: ''Know your place'' shouts Tilda, representative of Authority and Balance, ''soon it will be our time'' whispers Evans, carefully plotting the wretched's uprising against Authority, who brutally tortures anyone who dares to question the way things are. 


And that is our story: The way from the tail to the front, to the engine, wagon to wagon, step by step, confrontation after confrontation. Chris Evans is the unwilling leader, Jamie Bell is his loyal sidekick, John Hurt (tailored for such parts you may think) the wise, old, ''ideological'' mentor and Kang Ho Song the unexpected ally from ''the other side''. Against them are not only Wilford's closed doors, but all the violence and hatred of the ''fronts''.

You may say ''I've seen this before'' but not really. This is of the 1984 and Animal Farm tradition, this could be a dream of Terry Gilliam after reading the existential dead-ends from Camus and exploring Althusser's work. This is a bit far from the ''sci-fi action'' that presents itself for the US opening- Here's hoping it won't adapt this version through cuts, but even if it does, do seek for the uncut version.





The existential pessimism of the original sets up the scene: The bloody path of the wretched, even if they manage to overcome the hordes of the Authority and Balance police forces, even if they manage to break Wilford's door and ''take the engine'', will never be able to change what has already been done: The world would be still frozen. Kang Ho Song, while helping them to open the door to each wagon, looks like he is the only one that is aware of this limit. For him, the end of the way is not the reversal of the trains' balance, the victory of the Wretched that Chris Evans supports, but the literal suicide against the existential dead-end of their situation. For him, it's stime to stop the engine, not merely take it over. So, as Chris Evans fells on his knees, defeated, against Wilford in the final act (Ed Harris, such a fine choice for a 20min part), he has other plans. Wilford suggests to Evans that he (and he as an individual) may as well take the engine-  it's not a matter of ownership after all. Wilford is cynical but thruthfull: Hadn't it been for this chaotic unequality, hadn't it been for the distance (in all sorts) between the front and the tail, hadn't it been for the brutal exploitation of the Wrethed, humanity would cease to exist because the train would stop running. And the train is humanity's last hope. ''It's all part of a plan'', says Wilford. ''Good job reaching the engine, you might as well take it, but don't even think of changing the way things are''. This is an interesting turn of events in so many different ways.

That part, the last confrontation, was crucial. When it started all that Matrix-Architect meets the Chosen One and all the ''i knew you'd come'' yadda yadda (that bit ruined the Matrix for me), I was afraid for another interpretation of the futility of all resistance, another Orwell-sort ''End of History'' declaration like the Fukoyama one- this could make the whole movie fall apart to another anti-left babbling. But that was also the point where the movie suprised me: Sometimes, the answer may be that the question is wrong. The ''last hope for humanity'', humanity's miniature based upon exploitation of human from human, the train and its magical engine cannot bear any hope or positive outcomes. The final scene shows a girl staring at a polar bear, and it makes the point: This, the girl and the polar bear is more hopeful than the almost creepy perfection of Wilford's engine. The way it looks is creepy because of what it represents. Like Wilford himself. When Chris Evans sees the horror of the truth of the engine (the last horror of many he encounters during his way to the front, but the most crucial one), is the moment of awakening the moment of realization of the truth above all contradictions caused by the bourgeoise. At that point, Evans and his Korean buddy Song will literally derail Wilford's narration of hope and humanity and claim their right for a brand new narration and meaning for their existence.

''Nice'' are the last words of a suprised and broken Wilford, moments before his narration is blown to pieces and his disgusting world (our world) stops his ridiculous effort to ''survive''. This is the typical death since the actual death was 17 years ago. Snowpiercer is humanity in between two deaths - the wretched put justice against Wilfords Order, and their assault forward is an overdue sacrifice, a willingful suicide. The violent and unforgiving assault of Reality (in this case, ice) is the only that can blow the whistle inside the mechanical arc.

This reversal is prepared by Bong throughout the film: the extreme and rugged version of his Wretched (that feed on..cockroaches) looks far more warm and human than the colorfoul but far from regular creepy ''school'' of the train (Allisson Pill, sweet and scary), far more friendly than the zombie hordes of the privileged in the A-Class, that look like hypnotized, bored on their wealth, only to become furious and mad at the thought that they might lose their benefits.





This is the kind of movie that stands out from the pile of overused cliches of mainstream adventures and action films. Even its flaws (mostly script-wise, and some unused and unexplained metaphysical stuff, add some digital coldness of the cold exterior) are irrelevant in front of the big picture and the creativity of its direction. Note the confrontation between the wretched and the fascist-like Guards -pure cinematic magic, an anthology scene.

The multicoloured, multilanguage cast delivers even with some convenient tricks (a translation device, ok) from both sides. Vlad Ivanov especially delivers a creepy, silent performance as a grotesque unstoppable terminator. Every wagon of the train is a narrative and aesthetic suprise.

All in all, Bong answers another important question: How can a movie be made in order to combine popularity and still be thoughtfull and artistic. Beautiful, quality cinema for the masses- yes, it can be done. (Rumors though have it that the US version will have some alterations...Bong is rumored to be furious)

However, beside box-office measurements, Snowpiercer is one of the most beautifully crafted moments of cinema in the past years, in tired and cliche-overloaded genre. Cinema at its best. Do not miss this one!

9,5/10


(written in January 2014)










Δευτέρα 26 Μαΐου 2014 0 σχόλια

Απόσπασμα από τις ''Ημέρες με Γεύση Βανίλια'' (με το soundtrack)

Οι ημέρες με γεύση βανίλια, ενότητα δεύτερη ''Οέο Μοντεβιδέο''



-2.

Όταν η νύχτα απλώθηκε σαν σιρόπι μαύρης σοκολάτας πάνω στην άχνη της υγρασίας και της αρμύρας του Μοντεβιδέο και του Νότιου Αντλαντικού, ξεκίνησε για την παραλία παρά την παρότρυνση της νονάς της να κάτσουν στην πισίνα του ξενοδοχείου και να απολαύσουν ένα κοκτέιλ. Στην πραγματικότητα, η νονά της δεν είχε κανένα λόγο και κανένα επιχείρημα να της πει να μην πάει- η ίδια στα νιάτα της θα πήγαινε ακόμα και αν την κλείδωναν στο δωμάτιο στον 14ο όροφο του ξενοδοχείου. Απλά ένιωθε μια ευθύνη απέναντι στην μικρή, και ήξερε και η ίδια ότι η λαγνεία είναι συνώνυμη μιας καρναβαλικής βραδιάς στο Μοντεβιδέο, και ας είχαμε ακόμα 2 ημέρες πριν την έναρξη του καρναβαλιού. Την φίλησε στο μέτωπο και της ζήτησε μια περιοδική επικοινωνία στο κινητό. Ύστερα, την αποχαιρέτησε χτυπώντας την στον πισινό, πάνω στον οποίο είχε τώρα φορέσει μια αέρινη φούστα, λεπτή σαν παρεό. Αν ήταν να χορέψει, θα ήθελε να είναι πιο άνετη.
Η παραλία ήταν δίπλα στην πόλη, έστεκε σαν την μικρή αυλή, δίπλα στο πολύβουο λιμάνι. Από μακριά καθώς πλησίαζε είδε τα γλωσσίδια της φωτιάς να θωπεύουν λάγνα την υγρασία της νύχτας, ενώ τα τύμπανα θύμιζαν κάποιο τελετουργικό που ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Έμοιαζε σαν την θυσία προς την θεότητα της σκοτεινής πλευράς, μα πάνω από όλα ήταν το ραφινάρισμα μιας υπόσχεσης για περιπέτεια και πάθος, έννοιες που την μαγνήτιζαν από μικρό κορίτσι, λες και είχε κάποια καρμική σχέση με την περιπέτεια, το απροσδόκητο, την πρόκληση.
Βύθισε τα πόδια της στην υγρή και δροσερή αμμουδιά και άφησε τα δάχτυλά της να παίξουν με τους λεπτούς κόκκους του χαλαζία. Οι φωτιές έμοιαζαν να σπαρταρούν στους ρυθμούς των τυμπάνων, φαινομενικά διαφορετικούς που όμως έδεναν με μια ιδιότροπη αρμονία, πέρα και έξω από τις μουσικές νόρμες. Οι σκοτεινές σιλουέτες γύρω της χόρευαν σαν σε κάποια περίεργη έκσταση, τα πρόσωπά τους όταν τα έφεγγε η φωτιά έμοιαζαν να είναι χαμένα σε κάποια μυσταγωγία των αισθήσεων. Ο αέρας είχε άρωμα από ερωτισμό και αλκόολ, και την τύλιγε σαν λεπτό παρεό. Έψαξε με το βλέμμα της να βρει ένα σημείο αναφοράς, όπως βρίσκει κανείς σε κάθε πάρτυ που πηγαίνει χωρίς να ξέρει κανέναν- ένα μπαρ, ένα μεγάλο καναπέ, ένα ήσυχο μπαλκόνι, ένα γνωστό. Το μόνο σημείο αναφοράς ήταν η ήρεμη ακτογραμμή με το αφρώδες περίβλημα και ο ρυθμός των κρουστών. Αυτά, μαζί με τον άγνωστο άντρα που την προσκάλεσε-προκάλεσε σε εκείνη την παραλία, τον οποίο αναγνώρισε από το ιδιαίτερο τσουλούφι, οκλαδόν στην άμμο, έμοιαζε να αγορεύει σε μια παρέα. Πλησιάζοντας κοντά του, αυτός την είδε και σχεδόν αντανακλαστικά σηκώθηκε όρθιος. Το πρόσωπό του χώριζε σχεδόν στα δυο ένα χαμόγελο- ήταν σκανταλιάρικο, ήταν αυτάρεσκο, ήταν και αυτό το χαμόγελο μια πρόσκληση-πρόκληση. Περπάτησε προς το μέρος της, μια ψαράδικη βερμούδα και ένα ανοιχτό πουκάμισο, και ένα μπουκάλι ρούμι.
-Να πω την αλήθεια μου, είπε λίγο φωναχτά, φανερώνοντας μια πρώτη παραζάλη αλκοόλ. Να πω την αλήθεια μου, δεν περίμενα να εμφανιστείς. Δεν περίμενα να δεχτείς την πρόσκληση.
-Ήταν περισσότερο πρόκληση, παρά πρόσκληση. Και δεν αφήνω προκλήσεις αναπάντητες, του είπε σαν να ήθελε να του πει κάτι άλλο πιο ουσιώδες για τον χαρακτήρα της.
-Ότι λες μεγάλες κουβέντες, τις λες, της απάντησε με το ίδιο προκλητικό χαμόγελο. Έλα τώρα, να πιείς μια γουλιά. Έχεις τάξει να χορέψεις, και κανείς δεν μπορεί να χορέψει αν δεν έχει αφεθεί στο πάθος και τον ρυθμό. Δες αυτό –και προέτεινε το μπουκάλι- ως το κλειδί για να σε ανοίξει.
Στα λόγια του, από την πρώτη κιόλας στιγμή, υπήρχε μια διφορούμενη αύρα ενός υποννοούμενου. Αυτό δεν την ενόχλησε, αντιθέτως. Έδενε όμορφα στο σχέδιο εκδίκησής της. Έπιασε το μπουκάλι και ήπιε μια γερή γουλιά, που έκαψε το λαιμό της και κινήθηκε κατηφορικά μέχρι το στομάχι της, καίγοντας τα πάντα στο διάβα του. Ένιωσε αυτόματα την ανάγκη να βήξει, αλλά συγκρατήθηκε, με τα μάτια της να βουρκώνουν σαν να ήθελε να κλάψει. Ύστερα, ήπιε μια ακόμα.
Στην 5η δυνατή γουλιά, περίπου 20 λεπτά μετά και ενώ καθόταν απέναντί του στην αμμουδιά, κοντά στην ακτή, το ρούμι έφτανε και χαίδευε τον λάρυγγά της σαν κάποιο σιρόπι. Η ζαλάδα έδενε με την νύχτα, την μουσική, τον φωτισμό και τις επιλογές της σαν σιρόπι βύσσινο σε καιμάκι. Ήταν από εκείνη την στιγμή έτοιμη να πάρει την εκδίκησή της.
-Μην ξεχνάς, της είπε. Εδώ πίνουμε, χορεύουμε, και συζητάμε πως θα αλλάξουμε τον κόσμο. Πριν χορέψεις πρέπει να μου πεις-πως θα αλλάξεις τον κόσμο;
Κόμπιασε στην ερώτηση του.
-Εσύ πως θα τον αλλάξεις, τον ρώτησε διπλωματικά. Αυτός χαμογέλασε ξανά. Αλήθεια, τι ιδιαίτερο, τι ωραίο χαμόγελο που είχε. Έμοιαζε με μαχαιριά περιπέτειας στο παχύ δέρμα της βαρεμάρας. Μια σκελίδα σκόρδο σε μια άνοστη σούπα.
-Έχεις την εντύπωση ότι θα την βγάλεις χωρίς να μάθουμε για εσένα, την ρώτησε. Εγώ για την ώρα αλλάζω τον κόσμο με το να γνωρίζω τον κόσμο. Πρέπει να γνωρίζεις τον κόσμο πριν τον αλλάξεις. Έτσι δεν είναι;
-Θέλεις να γνωρίσεις εμένα;, τον ρώτησε.
-Αγωνιώ, απάντησε και έσκυψε κοντά της, σαν να περιμένει απάντηση. Είχε εξιτάρει το ενδιαφέρον της σαν να το χτυπάει με μικρά ηλεκτροσόκ. Θέλω να μου πεις... τι θέλεις να κάνεις. Πως θέλεις να είσαι σε 10 χρόνια από τώρα.
-Δεν σε νοιάζει πως είμαι τώρα;
-Είσαι τώρα όπως θα ήθελες να είσαι; 
Η ερώτησή του ήταν εύστοχο τρίποντο από το κέντρο στην κόρνα της λήξης.
-Όχι.
-Άρα δεν θα σε γνωρίσω αν μου πεις πως είσαι τώρα. Πως θές να είσαι λοιπόν;
-Βάζω ένα κριτήριο για το πως θέλω να είμαι, είπε ενώ το σκεφτόταν εκείνη ακριβώς την στιγμή. Να μην γίνω ποτέ βαρετή και να ταξιδεύω συνέχεια.
-Αυτό μοιάζει με δυο κριτήρια, όχι ένα, είπε χαμογελώντας.
-Για μένα πάνε πακέτο.
-Δεν μου αρέσει, της είπε τελικά. Τον κοίταξε με απορία.
-Γιατί;
-Αυτό είναι κάτι που μπορείς να κάνεις από τις πισίνες των ξενοδοχείων. Είναι κάτι που μπορείς να καλύψεις με το να μείνεις όπως είσαι. Γιατί δεν πιστεύω ότι είσαι βαρετή, και σίγουρα ταξιδεύεις. Θες να είσαι δηλαδή εδώ που είσαι τώρα; Δεν μου κάνει για όνειρο αυτό. Δεν μου κάνει για πρόκληση. Δεν ταιριάζει στο ρυθμό της cambodere, δεν ταιριάζει στο Μοντεβιδέο, δεν νομίζω ότι υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να μπορείς να χορέψεις μέχρι το σημείο πυράκτωσης του πάθους σου. 


Τώρα η ζαλάδα έγινε ένας μικρός στρόβιλος μέσα στο κεφάλι της, που σήκωσε σχέδια εκδίκησης, σήκωσε πιθανές απαντήσεις, σήκωσε αισθήματα και αισθήσεις και τα έκανε ένα γενικευμένο αχταρμά. Απέναντί της, ένας άνθρωπος την προκαλούσε με υπεροψία και αυθάδεια και το πιο σημαντικό που κατάφερνε ήταν να την εξιτάρει- σκέφτηκε ότι θα ήθελε να τον χαστουκίσει, σκέφτηκε ότι θα ήθελε να φιλήσει τα χείλη του, σκέφτηκε ότι θα ήθελε να τον αφήσει να πέσει πάνω της στην υγρή άμμο, και τελικά σηκώθηκε όρθια και άρχισε να χορεύει.
Αυτή ήταν η καλύτερη απάντηση που είχε να του δώσει. Άρχισε να χορεύει, στην αρχή δειλά, προσπαθώντας να αφήσει τον ρυθμό να την πάρει από το χέρι, να χαιδέψει τις γάμπες της και να καθοδηγήσει την μέση της. Τρία τύμπανα- el piano, el rosteur, el chico, τρεις φαινομενικά διαφορετικοί ρυθμοί που ενώνονταν σε ένα ηχητικό σώμα, γεμάτο καμπύλες και χυμούς, υγρό και σε έξαψη, παραζαλισμένο από την μέθη.
Τρια διαφορετικά τύμπανα- el piano, για το μυαλό. El rosteur, για τις αισθήσεις. El chico, για την καρδιά. Σταμάτησε να το σκέφτεται, και άφησε το σώμα της να παραδοθεί στον ρυθμό, σαν να βυθίζεται σε κρύο ζωογόνο νερό. Έκλεισε τα μάτια της, έπαψε να ακούει, άφησε μόνο τις ηχητικές δονήσεις να την μεταφέρουν, να χαιδέψουν κάθε σημείο του σώματός της, να την αγγίξουν πονηρά, ερωτικά και εξουσιαστικά. Άφησε τις σκέψεις της να ταξιδέψουν και να κυριευτούν από την Άγρια Πλευρά της- δεν την ήξερε, δεν είχε τρόπους να την ελέγξει, την άφησε να εξουσιάσει το συνειδητό της, να γίνει μια εσωτερική παλλίρροια.
Χόρεψε για εκείνον, για εκείνη, για το Μοντεβιδέο, για την εκδίκησή της, για το πως είναι, για το πως θα ήθελε να είναι, για τον Αυτοκράτορα Ρυθμό, για τον Νότιο Ατλαντικό, για την έξαψη που αιμάτωνε σαν χαλασμένη μηχανή την είσοδο της στην αταξία και την απόλαυση.
Χόρεψε σαν να ήταν διαταγή εκείνου, χόρεψε σαν να ήταν επιθυμία της, χόρεψε σαν να ήταν φυσική διαδικασία, χόρεψε σαν να ήταν ανάγκη, χόρεψε σαν να ήταν ψευδαίσθηση, χόρεψε σαν να ήταν παρόρμηση, χόρεψε σαν να ήταν λογική και αναπόδραστη συνήθεια.
Χόρεψε σαν να πολεμούσε τον εαυτό της. Χόρεψε σαν να παραδίνεται στον εαυτό της. Χόρεψε σαν να πολεμούσε εκείνον. Χόρεψε σαν να παραδίνεται σε εκείνον. Χόρεψε σαν κάλεσμα, χόρεψε σαν άρνηση. Χόρεψε σαν να λέει ναι, και ύστερα χόρεψε σαν να λέει όχι. Χόρεψε σαν να ξεκινάει εκείνη την στιγμή να ζει. Χόρεψε σαν να ήταν έτοιμη με το χορό της να πεθάνει.
Χόρεψε μέχρι ο ιδρώτας να την κάνει να γυαλίζει δίπλα στην φωτιά και να στάζει στο μέτωπό της, σαν να είναι χυμοί που βγαίνουν από το σώμα της που στίβεται στο ρυθμό και την ένταση. Όσο δυνάμωνε ο ρυθμός, που δυνάμωνε μεθοδικά και αποφασιστικά, σαν βήμα στρατού που πάει να σπάσει την πύλη του εχθρού, τόσο παραδινόταν σε αυτόν, τόσο άνοιγε την πύλη της.
Χόρεψε μέχρι που ένιωσε τους μυς της να καίνε, σαν να τυλίγονται με φωτιά. Χόρεψε μέχρι που ένιωσε την κάψα στα απόκρυφά της να την οδηγεί σε έναν οργασμό διαφορετικό αλλά αδιαμφησβήτητα αληθινό. Χόρεψε μέχρι που ένιωσε την ανάσα της να μην μπορεί πλέον να την ακολουθήσει. Χόρεψε μέχρι που ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει στον ξέφρενο ρυθμό των κρουστών, με τα τοιχώματά της ανήμπορα να συγκρατήσουν το πυρακτωμένο αίμα της.
Χόρεψε μέχρι που ένιωσε να καταρρέει από το βάρος του ρυθμού, σχεδόν λιπόθυμη, αφημένη στην παραζάλη. Μέχρι που ένιωσε τα χέρια του, πρέπει να ήταν αυτός, να την παίρνουν σε μια περίεργη αγκαλιά και να την ξαπλώνουν στην υγρή άμμο, σε σημείο που η θάλασσα έφτανε μέχρι τα γόνατά της και ανέβαινε πρόστυχα μέχρι τους μηρούς της. Μέχρι που ένιωσε το σώμα του να ανεβαίνει πάνω στο δικό της, μέχρι που ένιωσε τα αλμυρά, μουδιασμένα από το αλκοόλ χείλη του πάνω στα δικά της, την γλώσσα του να αγκαλιάζει την δική της, τα στόματά τους να προσπαθούν να ανταποκριθούν στο ρυθμό και το πάθος.
Ένιωσε το χέρι του να παίρνει την σκυτάλη από το κύμα και να ανεβαίνει εκεί που δεν έφτανε αυτό, κάτω από την φούστα της, ανηφορικά στον εσωτερικό μηρό της, να ακουμπάει πάνω στο μικροσκοπικό της εσώρουχο και η επαφή του με την ίδια και την πηγή του πάθους της να την οδηγεί να συσπάται σε όλο της το σώμα και να αφήνει βουβά, ξέπνοα βογγητά.
Ύστερα, η εσωτερική της παλίρροια σκέπασε με ζεστό και πυκνό νερό κάθε πιθαμή ξηράς και το στόμα της άνοιξε πασχίζοντας για αέρα αλλά δεν έβγαλε ήχο. Έμεινε ανοιχτό, σαν κάποια αγαλμάτινη φιγούρα σε μια μαρμαριένα αναπαράσταση ενός Διονυσιακού οργίου. Ύστερα τίποτα, μόνο ο ρυθμός σαν δόνηση στην άμμο και η υγρασία του Νότιου Ατλαντικού. 
Τετάρτη 21 Μαΐου 2014 0 σχόλια

Ιλαρότητα Ευωχουμένων (Πρόλογος)



Μυθολογικός Πρόλογος (για την Αποκατάσταση της Αλήθειας)

 

Κάποτε, η και καλά αγαπημένη μου αδερφούλα, Αιοιδή, μου είπε με την τραγουδιστή φωνούλα της: ‘’Να δεις που μια μέρα θα μας ξεχάσουν.  Να δεις που μια μέρα θα τα απαρνηθούν όλα, θα απαρνηθούν την έμπνευσή τους, και θα πουν ότι τα κάνανε όλα μόνοι τους’’. Εγώ να πω τώρα την αλήθεια μου, ούτε υποννοούμενο έπιασα ούτε ψυλλιάστηκα τίποτα. Παραήμουν ανέμελη εκείνη την εποχή, αν και τώρα που ξανασκέφτομαι τα πράγματα, η Αιοιδή ίσως να ήθελε να με προειδοποιήσει. Φυσικά δεν θα μπορούσε να το κάνει απ’ ευθείας, δεν θα μπορούσε δηλαδή να πει κάτι ωμά και στα ίσια. Βλέπετε, όταν ο Πατέρας σου είναι συνέχεια πάνω από το κεφάλι σου και η Μητέρα σου συνέχεια κάτω από τα πόδια σου, δεν είναι εύκολο να κάνεις συνομωσίες. Αλλά η μικρή χαζοχαρούμενη ρουφιάνα θα μπορούσε να κάνει και κάτι παραπάνω. Θα μπορούσε, αλλά δεν το έκανε. Εκείνη την ώρα που μου το είπε, η βάρβιτος της Μνήμης έκανε κάτι περίεργα σόλα για να κερδίσει την προσοχή από την Μελέτη που γρατζουνούσε την λύρα της σε ένα σταθερό ρυθμικό τέμπο, και όλες μαζί χορεύαμε σα βλαμμένα πάνω στο βουνό, ό,τι και καλά είμασταν χαρούμενες και μονιασμένες και έτοιμες να εμφυσήσουμε έμπνευση στον πρώτο τυχόντα που θα πλησίαζε να μας ακούσει. Την ιστορία φαντάζομαι την ξέρετε τώρα πια, ή τουλάχιστον μέρος της. Ένας γιδοβοσκός περνούσε αμέριμνος με τα γίδια του και αυτή η ξεδιάντροπη τσούλα η Αγανίππη, που ποτέ μου δεν συμπάθησα γιατί πάντα θεωρούσα τον ερωτισμό πιο διακριτική υπόθεση από το να μοστράρεις τα βυζιά σου, δηλαδή έλεος, τον σαγήνευσε να πιεί νερό από την πηγή της στους πρόποδες του βουνού μας του Ελικώνα, και αυτός αφού άφησε τα ζωντανά του να πιούν και αυτά, άκουσε τη μουσική μας και αποφάσισε να πλησιάσει.


Όταν τελικά έφτασε πάνω και μας είδε να χορεύουμε, εγώ τον έπιασα με τη μια τι τύπος ήταν. Οι άλλες οι φαντασμένες θεώρησαν ότι είχαν πετύχει την αποστολή που τους ανέθεσε ο μπαμπάς και συνέχισαν να ανταγωνίζονται σε μουσική και χορό, αλλά εγώ το έβλεπα στα μάτια του- ο τύπος πρέπει να είχε να δει γυναίκα πολύ καιρό, χαμένος στα βουνά με τα γίδια του, τα μάτια του σπινθηρούσαν με λαγνεία και ο χιτώνας του ήταν αρκετά ελαφρής στο μεσημεριανό αεράκι για να κρύψει την σωματική του ένταση. Είμασταν άλλωστε οι άτιμες πολύ όμορφες και σεξουλιάρες, η καθεμία με το δικό της τρόπο. Όπως και να έχει, κάναμε το καθήκον μας, χορεύαμε και παίζαμε μουσική εναλλάξ, και αυτός αφού μας κοίταξε για λίγη ώρα μας πλησίασε και άρχισε να λέει κάτι φτηνές και γελοίες ατάκες, να γελάει ο κόσμος δηλαδή. Σε κάποια φάση ο αθεόφοβος είπε ότι ‘’τα παλλόμενα πόδια μας του ξυπνήσανε ένα μοναδικό ερωτισμό’’. Ποιος τα λέει αυτά, ω Ουρανέ; Παλλόμενα πόδια; Ομολογώ ότι εγώ ήμουν η πιο δύστροπη από όλες σε κάτι τέτοια. Τέλος πάντων, πετύχαμε το στόχο μας, ο τσοπάνης εμπνεύστηκε, και άρχισε να μιλάει για την θεογονία και μας αποχαιρέτησε με την υπόσχεση ότι θα γράψει ποίημα. Ο μπαμπάς ήταν χαρούμενος που επιτέλους θα υπάρξει
μια γραπτή αναφορά σε εκείνον, γιατί είχε ήδη πάρει πρέφα ότι ο εγγονός του θα του πάρει τα σκήπτρα αργά ή γρήγορα. Η λίμπιντο αυτού του τύπου…ποτέ δεν τον χώνεψα. Από όλα τα καλά παιδιά που έφαγε ο αδερφούλης Κρόνος, να του ξεφύγει αυτός… Στην πραγματικότητα, για κάτι τέτοια είμαι εγώ εδώ, αλλά τώρα μάλλον αρχίζω να σας μπερδεύω οπότε πάμε πάλι λίγο πιο συγκεκριμένα. 
Φεύγει ο Ησίοδος από τον Ελικώνα, γεμάτος έμπενυση και μια στύση που δεν θα έπρεπε να παθαίνει ποτέ κανένας άντρας, ο μπαμπάκας Ουρανός μας αφήνει επιτέλους να ξεκουραστούμε από τους χορούς και τις μουσικές, και η μαμά Γαία μας φτιάχνει ένα μαλακό γρασίδι επιτόπου για να την ξαπλάρουμε. Όλα θα πηγαίνανε καλά, αλλά πήγε ο μαλάκας ο Ησίοδος και άρχισε να γράφει χωρίς να εκτονώσει κάπως την στύση του. Και φυσικά, γεμάτος έμπνευση και ερωτισμό, τι θα έγραφε, θα έγραφε την απόλυτη αλήθεια. Μελέτησε, θυμήθηκε, τα ένωσε όλα με τραγούδι και μελωδίες αλλά…αλλά συνέλαβε και την ειρωνία της υπόθεσης. Θα μου πείτε, τι φταίει αυτός, αφού ήμουν και εγώ στο χορευτικό πάρτι. Ναι, αλλά ο δικός μου ρόλος δεν ήταν ακριβώς αυτός, εγώ ήμουν μια αναγκαία πινελιά για να κατανοήσει κάποιος τα μυστήρια του σύμπαντος, δεν είχα καμία σχέση με αυτά που έγραφε ο Ησίοδος. Άντε όμως να το εξηγήσω στον μπαμπά, που άρχισε να βροντάει και να σκοτεινιάζει. Μην το γελάτε, τελευταία φορά που το έκανε αυτό σε τέτοιο βαθμό, ένας εγγονός του Μαθουσάλα άρχισε να φτιάχνει ένα καράβι από το φόβο του ότι θα γίνει όλη η Γη θάλασσα, λες και θα έπνιγε ποτέ ο μπαμπάς με τέτοιο τρόπο τη γυναίκα του, την μανούλα μας. Πάλι ξεφεύγω όμως.
Θύμωσε λοιπόν ο daddy και θεώρησε ότι εγώ φταίω και ότι μάλλον δεν έπρεπε να με κακομάθει έτσι. Εγώ να του λέω ότι δεν φταίω και ότι ο μαλάκας ο Ησίοδος τα γράφει με το κάτω κεφάλι, αλλά που να καταλάβει. Για κάποιο λόγο εκεί λίγο τσατίστηκα και άρχισα τα δικά μου, και του είπα ότι θα ήταν προτιμότερο να βρει μια γυναίκα για να γράψει το ποίημα που ήθελε και όχι άντρα, γιατί οι άντρες αν δεν τραβήξουν, σίγουρα θα γράψουν μαλακία. Και κάπως έτσι ξεκίνησε ο καυγάς. Ο καυγάς αυτός δεν άλλαξε ιδιαίτερα τον κόσμο, αλλά άλλαξε για τα καλά δυο πράγματα: Άλλαξε αυτά που έγραψε ο Ησίοδος, και φυσικά, καθόρισε το γεγονός ότι δεν με ξέρετε. Κανείς δεν με ξέρει. Δεν έχω καμία αναφορά πουθενά. Σαν να μην υπήρξα ποτέ. Αυτό το κόλπο είναι πολύ σπουδαίο, να το θυμάστε αυτό πάντα. Αυτό που είπανε μετά, ότι scripta manent, μεγάλη μπούρδα. Ένα γραπτό μένει, και μόλις πεθάνει αυτός που το έγραψε το παραλαμβάνει κάποιος άλλος. Δεν είναι δα δύσκολο να το τροποποιήσει ανάλογα με τα γούστα του. Τα ευαγγέλια που ακούτε οι περισσότεροι με ευλάβεια (άλλη συζήτηση αυτή βέβαια) τα ξαναγράφουν ανά πενήντα χρόνια. Αλήθεια τώρα, απλά επισημαίνω το προφανές, τι σοκάρεστε; Μπορεί κάποιος από εσάς να μου πει με σιγουριά, με απόλυτη σιγουριά, τι σκατά είπε ο Ιησούς στη Λίμνη της Γεσθημανής; Είπε ‘’μακάριοι οι πτωχοί’’ που τους είχαν αλλάξει τα φώτα οι Ρωμαίοι, ή μήπως είπε ‘’μακάριοι οι πτωχοί το πνεύματι’’; Δηλαδή ο Χριστούλης σας ασχολήθηκε με την κοινωνική αδικία ή απλά έκανε συγκαταβατικό πατ-πατ στον ώμο στους απανταχού βλαμμένους και αργόστροφους; Γιατί, αγάπες μου, αν έκανε πράγματι το πρώτο, αλλάζει λίγο το παραμύθι έτσι; Κάντε μια σπουδή ανάμεσα στα τέσσερα ευαγγέλια περί του ζητήματος και θα ξαφνιαστείτε. Ή μάλλον μην το κάνετε. Γιατί, να σας πω την αλήθεια μου, αυτή η ειρωνία με τους χριστιανούς υπέρ της κοινωνικής αδικίας είναι από τις πιο ισχυρές δυνάμεις που με κρατούν ακόμα ζωντανή και δεν έχει καταφέρει ο μπαμπάς να με στείλει στην απόλυτη ανυπαρξία.
Γιατί, να επιστρέψω και στο θέμα, αυτό έκανε. Με εξαύλωσε. Μπορούσε να το κάνει και το έκανε. Τα ωραία μου μπούτια έγιναν αέρας κοπανιστός. Για κάποιο λόγο είχε και το δικαίωμα, τουλάχιστον αυτό τον άκουσα να λέει στην μάνα μου που άρχισε να γκρινιάζει. Όταν τσατίζεται η μάνα μου μπορεί να ρίξει και κανά ηφαίστειο και να τον σκεπάσει για να μην τον βλέπει. Δεν είναι να την τσατίζεις την μάνα μου. Αλλά αυτός είπε ότι όπως με έκανε, ήμουν ιδιοκτησία του, και μπορούσε να με ξεκάνει. Γιατί όπως χαρακτηριστικά τσίριξε: ‘’Η κόρη σου η Ειρωνία έβαλε φιτιλιές στον Ησίοδο και τα γράφει λάθος. Και αν τα γράψει λάθος, θα μείνουν σε όλη την Ιστορία λάθος. Αν θες, κάνουμε άλλη μια και την λέμε και Ουρανία, να πάρει και το όνομά μου’’. Όσο εκεί τα μπάλωνε στην μάνα μου έστειλε το άλλο κοντοπούτανο, την Ιπποκρήνη για να τον εμπνεύσει πάλι. Όχι την Ιπποκρήνη που έκανε μπάνιο ο Ορέστης, την άλλη, αυτή που και καλά ανέβλυσε όταν πέρασε ο Πήγασος από τον Ελικώνα. Η γνώμη μου για αυτές τις δυο νύμφες παραμένει στους αιώνες εντελώς αρνητική, κυρίως επειδή τις θεωρώ εντελώς φαλλοκρατικά δημιουργήματα. Και το νερό τους μη φανταστείτε, όσο πιο διψασμένος είσαι, τόσο πιο πολύ και καλά θα εμπνευστείς, δεν είναι και θαυματουργικό. Ίσα ίσα έχει και άλατα μπόλικα. Αλλά τέλος πάντων, του έκανε αυτή νερά για να τον τσιτώσει λίγο, τον αποπλάνησε όσο χρειαζόταν και ο βλάκας έσκισε τις πρώτες σελίδες του, τις μόνες σελίδες που θα έλεγαν την απόλυτη αλήθεια, και άρχισε να γράφει σαν να του υπαγόρευε ο μπαμπάς. Εσείς ξέρετε τώρα τι έγραψε, ότι και καλά ήταν το προαιώνιο Χάος και από το Χάος βγήκε ο Τάρταρος, η Γη και ο Έρωτας, αν είναι δυνατόν δηλαδή. Αλλά έτσι έμεινε, και όλοι είπανε ‘’τι δίκιο που είχε ο Ησίοδος, ας τραγουδάμε το ποίημα του με τα 1022 εξάμετρα στον αιώνα τον άπαντα’’. Επίσης, δεν ξέρω τι ακριβώς του έκανε η ξελογιάστρα, αλλά όταν μας ευχαρίστησε για την έμπνευσή του, πουθενά εγώ. Ευχαριστώ στην Μνήμη, ευχαριστώ στην Μελέτη, ευχαριστώ στην Αιοιδή, πουθενά η Ειρωνία. Ρε βλαμμένε, αφού εμένα γούσταρες πιο πολύ από όλες! Η Αιοιδή σου φάνηκε μπίμπο, η Μνήμη χαζοχαρούμενο κοριτσάκι και η Μελέτη αυστηρή και δασκαλίστικη. Εγώ είμαι η βασική αιτία της στύσης σου ρε αχάριστε, αγνόμωνα Βοιωτέ. Αν και εδώ που τα λέμε, το τελικό κείμενο το βρήκα τελείως ανέραστο, οπότε με είχε ξεπεράσει. Αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά, θα σας έλεγα εγώ. Μην βλέπετε που οι άντρες μας αρχίσαν τα κόμπλεξ κατωτερότητας και αρχίσαν να παραγράφουν την αλήθεια. Οι σκισμένες σελίδες του Ησίοδου (φυσικά τις κράτησα, για ενθύμιο) τα γράφουν όλα, όπως είναι. Θέλετε να τα μάθετε; Αφού δεν θα με πιστέψετε, άσε που για πολλούς από εσάς δεν έχει καν σημασία. Αλλά εγώ θα τα πω, μόνο αλήθειες, αυτό είναι το μότο μου. Ακούστε λοιπόν: Εν αρχή, ήταν η Μητέρα. Η πρώτη. Αυτή που τα γέννησε όλα. Το Χάος ήταν απλά το σπέρμα. Το διάσπαρτο γονιδιακό υλικό του σύμπαντος. Η Μητέρα ήταν η πρώτη.

Ακριβώς φαλλοκράτες φίλοι μου. Τι νομίζατε δηλαδή; Σοβαρά τώρα, θα μπορούσε ποτέ ο θεός σας να είναι άντρας; Πιστεύετε στα αλήθεια ότι στον κήπο της Εδέμ ήταν ο Αδάμ και τα πλευρά του; Στα αλήθεια θεωρείτε ότι ο άντρας είναι οικόνα και ομοίωση της θεϊκής ουσίας; Γελάω. Το ψέμμα ήταν τόσο δυνατό, που έγινε πιστευτό. Η μεγάλη συνομωσία του άσχημου φύλου απέναντι στην θεογονία. Ουτε καν τις αντιφάσεις δεν μπόρεσε να συμμαζέψει ο πατερούλης μου ο κορο-εξαϋλωτής, και ακόμα και σήμερα η δημιουργία, η έμπνευση, η έκσταση, η ομορφιά, όλα είναι γένος θηλυκού. Η θεά Μητέρα, η Γέννηση και Δημιουργία μαζί, το παιδί της το Σύμπαν, απότοκο αυτής και του Χάους. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς μια φαλλοκρατική εξιστόρηση. Ότι και καλά η Ήρα φταίει που ήταν ανέραστη, και όχι ο Δίας που από την στιγμή που γλίτωσε το στομάχι του αδερφού μου θεώρησε ότι θα γαμίσει το σύμπαν. Για αυτόν τα έχω μαζεμένα, περισσότερο όμως κιόλας γιατί συνέβαλε στο να ξεχαστούν και οι αδερφές μου. Εσείς τώρα, όταν ακούτε μούσες, φαντάζεστε τις κόρες του. Τις εξώγαμες κόρες του. Τις τρώτε και σε κρέπες, ποτέ δεν θυμάστε και τις εννιά, κυρίως θυμάστε να λέτε Ερατώ, Τερψιχόρη, Ευτέρπη. Οι πιο ψαγμένοι λένε και Μελπομένη. Μόνο ένας στους εκατό ξέρει ότι η Ευτέρπη δεν είναι μια, αλλά δυο. Είναι από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία για αυτές τις ψευτομούσες, και το ξέρουν λίγοι. Η Ευτέρπη λέει, μούσα της λυρικής ποιήσεως. Ανατρίχιασα. Εγώ αν διάλεγα μια, αυτή θα ήταν η άλλη Ευτέρπη, της ακολουθίας του Διονύσου. Αυτή με το διπλό αυλό. Αυτή που θα σε οδηγήσει στην έκσταση, στην ηδονή, όλα αυτά που στην εποχή μου ήταν και καλά μυστήρια και σήμερα είναι τυποποιημένα και συσκευασμένα χωρίς το παραμικρό μυστήριο. Αλλά και πάλι ξεφεύγω, και θα με πείτε και φιλήδονη. Η ουσία είναι ότι όλα τα παραπάνω θα τα βλέπετε με αβεβαιότητα, ό,τι και καλά σας δουλεύω. Παίζει να ψάξετε σε καμιά εγκυκλοπαίδεια ή στο διαδύκτιο να βρείτε Μούσες στον Ελικώνα, Ειρωνία, Ησίοδος, Μητέρα. Αλλά ήδη σας το είπα. Ο μπαμπάς με εξαύλωσε και ο Ησίοδος έγραψε την δική του εκδοχή της Ιστορίας και της Θεογονίας. Με αυτήν την έννοια τα γραπτά μένουν, με την έννοια ότι τα γράφει αυτός που κερδίζει. Και ο Ουρανός κέρδισε. Αν και αργότερα τον κέρδισε ο Κρόνος, το παιδί του δηλαδή, που αργότερα τον κέρδισε ο Διας και έγραψε την δική του ιστορία. Να ξέρετε επίσης ότι εγώ, αν και πλέον άυλη και στα όρια της λήθης, προσπάθησα τουλάχιστον να προειδοποιήσω την αφελή Ευρώπη, που ποτέ δεν κατάλαβα το λόγο που ένας ταύρος της έκανε κλικ. Όπως και το ενιαίο νόμισμα σήμερα, αλλά δεν θέλω να μπλέκω με τα σύγχρονα τα δικά σας τόσο πολύ. Αφήστε που στο πέρασμα του χρόνου όλο και αδυνατίζει η αντί-ύλη μου και αν δεν υπήρχε ειρωνία δεξιά και αριστερά, διάχυτη, να παίρνω λίγο δυνάμεις, δεν θα ήμουν καν εδώ. Και αφού δεν θα είχα και στοιχειώδη αναφορά, θα περνούσα γρήγορα στην ανυπαρξία, που είναι λίγο τρομακτική αν και εμείς, οι θεότητες, δεν έχουμε ιδιαίτερα υπαρξιακά ζητήματα. Αυτή που είχε όμως υπαρξιακά ήταν η Πρώτη, η Μητέρα, που ήταν αυθύπαρκτη, και αυτή ήταν μια τεράστια αντίφαση να διαχειριστεί κανείς. Για αυτό της πήραν άλλωστε τον αέρα τα παιδιά της, κυρίως τα αγόρια, και αντιμετωπίσαν τα οιδοιπόδειά τους (που υπήρχαν πριν τον Οιδοίποδα) με το να την ξεγράψουν εντελώς από την Ιστορία. Ακόμα και εσείς, φτιαγμένοι με το περίσσευμα των υλικών και των ενοχών του Προμηθέα, ενσωματώσατε τόσο βλακωδώς αυτήν την πλάνη που όποτε εφευρίσκατε θεούς και δαίμονες (καλά να πάθει ο Δίας, αυτός φταίει για την παρακμή του) για κάποιο λόγο τους βαφτίζατε αρσενικούς, άντε και καναν άφυλο για να μπερδεύετε τους πιστούς.
Πολλά είπαμε όμως. Να το μαζεύουμε.

Καλησπέρα σας. Με λένε Ειρωνία και θα είμαι η αφηγητής σας. Είμαι ξεχασμένη από θεούς και ανθρώπους, αλλά τουλάχιστον κατέχω την αλήθεια για μερικά πράγματα, οπότε ψέμματα δεν θα πω. Το ξέρω, είμαι λίγο τραγική σαν ύπαρξη, όλα αυτά που έπαθα και τα σχετικά, αλλά έχει περάσει τόσος καιρός που πλέον το έχω συνηθίσει. Μη ρωτάτε όμως, γιατί τώρα, γιατί αυτήν την συγκεκριμένη ιστορία και τέτοια. ‘Ετσι ήθελα. Μούσα είμαι, ότι γουστάρω κάνω.
Καλώς ήλθατε στην Αθήνα. Την ξέρετε την Αθήνα. Σήμερα είναι Σάββατο, και ο δακτύλιος λέει όχι ζυγά. Ο ουρανός είναι λίγο γκρίζος (ο Ουρανός γαμιέται) και γενικά κόσμος λέει θα βρέξει, εγώ που ξέρω σας λέω ότι δεν πρόκειται να βρέξει, τουλάχιστον όχι σήμερα. Θα βρέξει όμως μεθαύριο. Είναι ακόμα πρωί, δεν έχει πάει ακόμα δέκα, και εγώ περιπλανιόμουν κάπως άσκοπα στην Ακρόπολη. Το ξέρω ότι είναι κλισέ, αλλά εκεί αράζω, κυρίως επειδή βλέπω και κανα δικό μου. Τώρα που οι περισσότεροι είναι εξαυλωμένοι και αυτοί, η αντι-ύλη μας μπορεί και επικοινωνεί κάπως, γενικά υπάρχει λίγο κίνηση ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, είναι ωραίο μέρος, εσείς το λέτε ζωή κιόλας, σας αρέσει και το προτιμάτε αν και δεν ελέγχετε ούτε την αρχή ούτε το τέλος της. Από εκεί επίσης χαζεύω τα αποτελέσματα της βλακείας του Προμηθέα και την αβάσταχα ανέμπνευστη δημιουργία των πόλεών σας. Θα σας ξενίσει αυτό, αλλά να ξέρετε ότι λίγα του κάνανε το Προμηθέα. Είχε ενοχές επειδή δεν του μείνανε τρίχες και νύχια να σας πετάξει στην ζούγκλα, και σκέφτηκε ότι θα σας φάνε τα θηρία τόσο ευάλωτοι που είσασταν και κατέβασε την φλόγα και σας φλόμωσε. Εγώ όταν σας είδα πρώτη φορά σκέφτηκα ότι παραείχατε αυτοσυνείδηση και ότι θα μας ταλαιπωρήσετε με αυτό το γνώρισμα. Αλλά ήμουν μικρή ακόμα και κανείς δεν με έπαιρνε στα σοβαρά και η Μελέτη μου έλεγε ότι είμαι απλώς ειρωνική. Χαίρω πολύ, της απαντούσα.
Άραζα λοιπόν στην Ακρόπολη, ωραία και καλά, ανάμεσα σε πρωινούς Ασιάτες και κάτι βορειοευρωπαίους real estate που τσεκάρανε το οικόπεδο, και βαριόμουν την αιωνιότητά μου, όταν το είδα να γίνεται (πάντα τα βλέπω λίγο πριν γίνουν) και άρχισα να γελάω μόνη μου. Ένα θα πω, για να είμαι καθαρή από την αρχή: Δεν πάτε καθόλου καλά. 


 
;