
(Βέβαια, εδώ θέλει μια σημείωση- η αλήθεια είναι ότι το ριζοσπαστικό στην μορφή το επιβραβεύει. Για παράδειγμα το Avatar (υπερτιμημένο) αναγνωρίστηκε, εμπορικά και τεχνικά, δίνοντας ωστόσο μια νεα πραγματικότητα για την κινηματογραφική βιομηχανία σήμερα: Αλματώδης ανάπτυξη τεχνικών δυνατοτήτων--ένδεια στην παραγωγή μιας νέας μυθολογίας και περιεχομένου ικανού να την εκμεταλλευτεί. Ένα καλό παράδειγμα είναι και ο Προμηθέας του Σκοτ, και ας διαφωνεί ο φίλος Ν.Β.. Άλλη μεγάλη κουβέντα, κλείνει η παρένθεση.)
O Forrest Gump άρχισε να τρέχει το 1994, και κατέληξε να πάρει Όσκαρ, να βραβευτεί από κάθε φεστιβάλ του κόσμου και να πολλαπλασιάσει το κόστος παραγωγής του. Κυρίως όμως, να αναγορευτεί ως μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Εκεί, δυστυχώς, αρχίζει και φαίνεται η επίδραση της βιομηχανίας πάνω στις προτιμήσεις και το κριτήριο του θεατή. Ο συμπαθής Φόρεστ είναι ο ορισμός της ''ευχάριστης ταινίας'', από αυτές που πετυχαίνει κανείς στην τηλεόραση και καταλήγει να την βλέπει για όλες τις υπερφορτωμένες 2 1/2 ώρες της. Είναι καλοφτιαγμένη στα όρια της παράνοιας (για τα εξωτερικά πλάνα έγινε χρήση δορυφόρου για τον σωστό φωτισμό), παράγει γέλιο και συγκίνηση, έχει έναν αβανταδόρικο ρόλο τον οποίο χειρίζεται πράγματι με μαεστρία ο Τομ Χανκς, έχει εκπληκτικά ειδικά εφέ (και αποστομώνει όσους θεωρούν ότι όπου ''ειδικά εφέ''=''σκηνές δράσης και μπουμ μπουμ'') και (υποτίθεται ότι) αποτελεί ένα άλμπουμ ήχων και εικόνας για την σύγχρονη αμερικάνικη ιστορία. Σε όλα αυτά, μέσα. Σε τελική ανάλυση όμως, ο Φόρεστ είναι μια ταινία που δεν έχει τίποτα, απολύτως τίποτα να πει για όσα θέματα καταπιάνεται. Εξηγούμαι σε λίγο:
Το 1994 ήταν μια χρονιά με αρκετά ενδιαφέρουσες ταινίες, χωρίς καμία ωστόσο να ''αλλάξει'' κάπως τα δεδομένα. Η πιο τολμηρή, αλλά πάντα εντός των κανόνων και των τάσεων, ήταν η στιλιζαρισμένη και βγαλμένη από τα καλλιτεχνικά κατακάθια της αμερικάνικης ποπ κουλτούρας βια του Pulp Fiction. Υπήρξε όμως και η επίσης στιλιζαρισμένη αλλά περιέργως ρεαλιστική βία του Natural Born Killers (που θα μας απασχολήσει σε επόμενο κείμενο). Υπήρξε η υπερτιμημένη συγκίνηση της Τελευταίας Εξόδου, η cult και και γραφική φιγούρα του Ζαν Ρενό ως Leon, το κλάμα για το ''Μπαμπά, Ξύπνα'', το κακό στα όρια της λατρείας Street Fighter με την Kylie και το κρεσέντο του Τζιμ (Ace Ventura, Stanley Ipkis, Dumper). Υπήρξαν όμως και ταινίες που επισκιάστηκαν αδίκως χωρίς να τους αξίζει: Ο Depp ως Ed Wood, το Κοράκι, η Συνέντευξη με ένα Βρικόλακα και το Clerks. Θα πρότεινα ωστόσο, αφού πιάσαμε το 1994 για να φανεί πόσο λίγη ταινία είναι ο Φόρεστ συγκριτικά με άλλες της χρονιάς του, να δει κανείς τα εξής: Τις σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουει (γιατί ο Woody είναι Woody), το παραγνωρισμένο και αδίκως υποτιμημένο νοσηρό ''Μικρά Εκγλήματα μεταξύ φίλων'', το Κόκκινο του Κισλόφσκι (είναι το 3ο της τριλογίας ωστόσο!), την πιο αδικημένη ταινία των αδερφών Κοέν που στα ελληνικά ονομάστηκε ...''ο κύριος Χούλα-Χουπ'' και για πιο βαριές καταστάσεις, τον υπνωτικό Μπέλα Ταρ στο Satantango και το Chungking Express.
Προς τι λοιπόν η λίστα με τις ταινίες του 1994; Πολύ απλά γιατί προσωπικά, μου άρεσαν όλες αυτές πολύ περισσότερο από το Φόρεστ Γκαμπ. Αλλά πέρα από την σύγκρισή του με άλλα έργα, αυτό το κολλάζ μουσικής περιοδολόγησης από το '60 στο '80 με κέντρο ένα χαζό τύπο που τρέχει, είναι μια ταινία εξαιρετικά φαντεζί στην όψη αλλά κενή περιεχομένου. Ή όπως θα έλεγε και ο ίδιος, να έχεις ένα κουτί με σοκολατάκια και μέσα να μην έχει τίποτα.

Όταν αποφασίζει να πει κάτι, ωστόσο, τα κάνει σκατά. Το μόνο πολιτικό σχόλιο της ταινίας (που πραγματεύεται την πολιτική ζωή μιας χώρας για τρεις δεκαετίες) είναι να παρουσιάσει τους χίπιδες ως ναρκομανείς πασιφιστές που ζητοκραυγάζουν όταν ακούγεται η λέξη fuck, την καθοδήγηση του κινήματος ως φαλλοκράτες και μισογύνηδες μισανθρώπους και τους Μαυρους Πάνθηρες ως φανατισμένους αγκιτάτορες με ανάλογη του Φόρεστ καθυστέρηση. Αυτές οι σχηματοποιήσεις μάλιστα χαρακτηρίζουν όλα τα (είναι και πολλά) κοινωνικά ζητήματα που πιάνει η πορεία του Φόρεστ (κακοποίηση, ρατσισμός, τραυματισμένοι βετεράνοι, ναρκωτικά, AIDS) και η μόνη ίσως αυτοσαρκαστική και σουρεαλιστική πινελιά είναι το ''νόημα'' που βρίσκει ένα κομμάτι της Αμερικής μετά το καταλάγιασμα της σκόνης των '60s με το τρέξιμο του Φόρεστ από την μια άκρη της Αμερικής στην άλλη. Ίσως και το γεγονός της παραδοχής του ότι η πιο ταιριαστή για την διανοητική του καθυστέρηση περιόδος ήταν αυτή στο στρατό. Αποτέλεσμα; Μια ακατάσχετη φλυαρία για να κρύψει ένα σενάριο που δεν έχει κανένα άσο στο μανίκι. Η τελική αίσθηση είναι μια ''ειδησεογραφική'' Ιστορία, με κάτι χαχόλους που θέλουν ενίοτε να πάνε κόντρα αλλά πεθαίνουν από καταχρήσεις και AIDS (και μάλλον έχουν παιδικά τραύματα για να γίνουν ειρηνιστές) όπου ένας καθυστερημένος και ένας σακάτης βετεράνος του Βιετνάμ μπορούν να γίνουν εκατομυριούχοι ψαρεύοντας γαρίδα (μετά από ένα τυφώνα και επειδή crisis is an opportunity).
Χίλιες φορές, οι περιπέτειες του Βαρόνου Μινχάουζεν. Ακόμα και στο σημείο που η Ούμα Θέρμαν βγαίνει από το στρείδι της σαν Αφροδίτη, είναι πιο αληθοφανές από την ιστορία του Φόρεστ.
OVERRATED LVL: 9. Και επειδή από μόνη της η ταινία δεν λέει σχεδόν τίποτα, αλλά και επειδή εκείνη την χρονιά διακρίθηκε έναντι ενός πλούσιου καταλόγου αξιόλογων έως πολύ καλών ταινιών. Τέλος, επειδή πήρε και Όσκαρ, ενώ θα έπρεπε το Pulp Fiction να σηματοδοτήσει μια ριζοσπαστική στροφή κόντρα στον ακαδημαισμό.
OVERRATED LVL: 9. Και επειδή από μόνη της η ταινία δεν λέει σχεδόν τίποτα, αλλά και επειδή εκείνη την χρονιά διακρίθηκε έναντι ενός πλούσιου καταλόγου αξιόλογων έως πολύ καλών ταινιών. Τέλος, επειδή πήρε και Όσκαρ, ενώ θα έπρεπε το Pulp Fiction να σηματοδοτήσει μια ριζοσπαστική στροφή κόντρα στον ακαδημαισμό.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου