Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012 0 σχόλια

To Rome with love (2012)

O  Woody Allen είναι ένας δημιουργός με περισσότερες από 45 ταινίες στο ενεργητικό του (από το '70 φτιάχνει τα νευρωτικά του σκετς). Ακόμα καλύτερα, ο Woody Allen είναι ένας δημιουργός που από το 1977 φτιάχνει ανελλιπώς μια ταινία το χρόνο. Με μια τέτοια παραγωγικότητα στα όρια της εμμονής  (κανείς δεν ξέρει γιατί το 1976 δεν έφτιαξε ταινία. Ίσως επειδή το '77 έφτιαξε την καλύτερή του, το Annie Hall, που είπε όλα όσα είχαν να ειπωθούν στην κατηγορία ρομαντική κομεντί) είναι λογικό να μην βγαίνουν πάντα όλα στην εντέλεια- πέρυσι άλλωστε, το Midnight in Paris ήταν η πιο οσκαρική και εμπορική ταινία του. Η ταινία ''To Rome with love'' ίσως να είναι ένα από τα παραδείγματα ''μέτριας'' στιγμής, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί: Μια μέτρια ταινία του Woody Allen είναι μια καλή ταινία για τον μέσο όρο και σίγουρα πολύ πιο αστεία από σχεδόν οποιαδήποτε κωμωδία εξ'Αμερικής.

Στα πλαίσια του ετήσιου ραντεβού του, ο Woody Allen εγκατέλειψε την σταθερή αγάπη του Νέα Υόρκη κάπου το 2005, όπου και ξεκίνησε ένα ευρωπαικο tour έμπνευσης στην Ευρώπη. Αρχικά ήταν η Αγγλία με 3 ταινίες (Match Point, Scoop και Cassandra's Dream), ακολούθησε η Βαρκελώνη (Vicky, Cristina Barcelona), ένα πέρασμα από το Παρίσι τα μεσάνυχτα και ο -έτσι λέγεται- επίλογος με την Ρώμη. Η ταινία είναι στην πραγματικότητα ένα σπονδυλωτό σώμα 4 ιστοριών με κοινό σημείο ότι διαδραματίζονται γύρω από την Fontana di Trevi και το Κολοσσαίο (και χωρίς κάποια άλλη σύνδεση) όπου στη φόρμα της κωμωδίας αναπτύσσονται όλες οι γνωστές (και κάποιες καινούριες) θεματικές του Allen: Οι νευρώσεις της καθημερινότητας, οι νευρώσεις του έρωτα, οι νευρώσεις του επερχόμενου θανάτου, οι νευρώσεις της μαζικής υστερίας για διασημότητα και πολλά ακόμα, διατυπωμένα από την οικεία φλυαρία ενός πολυμελούς cast που περιλαμβάνει -μετά από καιρό- και τον ίδιο τον Woody Allen. 

  • Η μια ιστορία αφορά τον ερχομό στην Ρώμη των γονιών μιας κοπέλας που παντρεύεται έναν αντικομφορμιστή και αριστεριστή Ιταλό, ο οποίος τυγχάνει να έχει ένα πατέρα φυσικό ταλέντο στο οπερατικό τραγούδι και τον οποίο ο συντηρητικός και νευρωτικός πεθερός (Allen) θέλει να προωθήσει (είναι σκηνοθέτης όπερας). Μόνο που ο εν δυνάμει pavarotti μπορεί και τραγουδά καλά μόνο όταν βρίσκεται στο ντους...

  • Η δεύτερη ιστορία αφορά έναν τυπικό και νερόβραστο υπαλληλάκο που μια μέρα ξυπνάει και είναι, εντελώς αναίτια, διάσημος. Ο Roberto Beningi χρησιμοποεί την μανιέρα του με λίγο άρωμα Allen και κυκλοφορεί έκπληκτος στους δρόμους της Ρώμης ερωτώμενος συνεχώς για το πως έφαγε το πρωινό του μέχρι τι εσώρουχα φοράει. Μέχρι που ο θόρυβος, το ίδιο αναίτια, καταλαγιάζει, και γίνεται πάλι άσημος και νερόβραστος.  

  • Η τρίτη ιστορία παρακολουθεί τον Alec Baldwin, καθώς επιστρέφει ως καταξιωμένος αρχιτέκτοντας στην πόλη που έζησε ως φοιτητής, όπου και συναντάει μια νεαρή εκδοχή (ή μήπως τον εαυτό του;) του εαυτού του (Jesse Eisenberg σε μίμηση του Woody Allen) και αρχίζει να συμβουλεύει ενάντια στις ερωτικές κακοτοπιές που φέρει μαζί της η νεαρή νάρκισσος και μοιραία Ellen Paige (σε κόντρα ρόλο) που του παίρνει τα μυαλά. 


  • Τέλος, η τέταρτη ιστορία συστήνει ένα νεαρό προσφάτως αρραβωνιασμένο ζευγάρι από την Ιταλική επαρχία που φτάνει στην Ρώμη κυνηγώντας το όνειρο: Την αίγλη, την καλή δουλειά, την καλή ζωή. Στην πορεία, μια σειρά ατυχών γεγονότων και η χαοτική δόμηση της Ρώμης θα οδηγήσει τον συνεσταλμένο σύζυγο να κυκλοφορεί με την ιερόδουλη Penelope Cruz (ο ρόλος της είναι απλώς να κυκλοφορεί με ένα κοντό, προκλητικό κόκκινο φόρεμα) ως γυναίκα του, ενώ η ντροπαλή σύζυγος θα καταλήξει στο κρεβάτι ενός διάσημου ηθοποιού. 

Καλώς ή κακώς, δεν έχουν όλες οι ιστορίες την ίδια δυναμική και το ίδιο ενδιαφέρον. Μετά από μερικά πλάνα της Ρώμης που αγκαλιάζεται σε κάθε πιθανή πλευρά της, η καινούρια ταινία του Allen φαντάζει ως μια συρραφή ανολοκλήρωτων ιδεών, σαν να μην του προέκυψε ''μια-αλλά-καλή'' για να του δώσει αφορμή να γυρίσει ταινία στην Ρώμη. Επιπλέον, ακόμα και αν το χρονικό ασυνεχές μεταύ των ιστοριών είναι αδιάφορο στα πλαίσια της αφήγησης, το τράβηγμα τουλάχιστον δυο εξ αυτών για να έχουν όλες ισότιμο χρόνο είναι εμφανές: Βλέπουμε τον Benigni έκπληκτο ξανά και ξανά, ενώ το ευφάνταστο εύρημα μιας όπερας με ντουζιέρα στη μέση εξαντλείται όσο δεν πάει. Επιπλέον, το θέμα της ''άσκοπης διασημότητας'' είναι και κάπως χιλιοειπωμένο (δεν το λέει και πολύ διαφορετικά) ενώ σε όλες σχεδόν τις ιστορίες η ''λύση'' τους είναι μάλλον προβλέψιμη και ανέμπνευστη (SPOILERS: ο Benigni αναπολεί την διασημότητά του, ο πατέρας τραγουδά πετυχημένα σε όπερα ενώ κάνει ντους, το ζευγάρι ξαναγυρίζει πίσω, η Ellen Paige φεύγει και παρατάει στα κρυα του λουτρού τον Jesse Aisenberg και ο Baldwin του λέει ''σταλεγαγω''). 

Επιπλέον, ενώ για το Λονδίνο και το Παρίσι και την Βαρκελώνη οι θεματικές συνταιριάζανε με τις πόλεις, εδώ η ιδιαίτερη ταυτότητα της Ρώμης προκύπτει κυρίως μέσα από τα πλάνα στους δρόμους της παρά από το θέμα. Το Λονδίνο ήταν κατάλληλα αυστηρό για να αφήσει τις νευρώσεις και να μιλήσει για πιο αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς και για τον ρόλο της τύχης. Η Βαρκελώνη φέρει έναν ερωτισμό πιο ταιριαστό στην Penelope Cruz. Το Παρίσι είναι μάλλον κατάλληλο για να ξετυλίξει κανείς όψεις του Ευρωπαικού πολιτισμού σε μεταμεσονύκτια ταξίδια στον χρόνο.  Οι ιστορίες που συμβαίνουν στην Ρώμη είναι ιστορίες που θα μπορούσαν να συμβαίνουν σε οποιαδήποτε ευρωπαική χώρα, ακόμα και στην .... Πάτρα (σε αυτό παραπλανεί το παρακάτω τραγούδι που είναι το βασικό μουσικό score της ταινίας:). 


Παρά τις αδυναμίες ωστόσο, ίσως η κριτική έχει πέσει πιο βαριά από όσο θα αντιστοιχούσε, όπως και τα σχόλια για την ηλικία του Allen και το κάπως αλλοιωμένο κωμικό του timing. Στο κάτω κάτω, η ταινία είναι πολύ καλύτερη από αυτήν που έκανε μια δεκαετία ακριβώς πριν (Anything Else), οριακά είναι καλύτερη από το υπερτιμημένο Scoop (κατ'εμέ και από το επίσης υπερτιμημένο Match Point, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα) ενώ έχει πολλές εύστοχες κωμικές στιγμές. Ειδικά ο Woody βγάζει γέλιο σχεδόν σε κάθε του ατάκα.

Η επιστροφή του στη Νέα Υόρκη ίσως είναι ένας οιωνός εκ νέου έμπνευσης (εννοείται πως ετοιμάζει ταινία για το 2013, δεν σταματά ο τύπος). Η βασική του θέση για την περίοδο πάντως περιγράφεται μέσα από τον εαυτό του: Η συνταξιοδότηση για αυτόν, το να σταματήσει να δημιουργεί, ισοδυναμεί με τον θάνατο. Στα 73 του παραμένει κάτι παραπάνω από μάχιμος.
Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012 0 σχόλια

Ανταπόκριση από την συναυλία με τον Θ. Παπακωσταντίνου από την λέσχη Εκτός/Γραμμής

Το Villa Incognito δεν θα μπορούσε να λείψει από την μουσική βραδιά που οργάνωσε η Λέσχη Εκτός/Γραμμής Πάτρας με τον Θανάση Παπακωσταντίνου (μαζί του: Ματούλα Ζαμάνη, Monovine, Sancho 003, Mr. Highway Band). 

Δεν είχε φωτογραφική μηχανή (κακώς) και μίλησε με αρκετούς διοργανωτές για να έχει κάποια φωτογραφία από την συναυλία και γενικά το στήσιμο αυτής της ωραίας εκδήλωσης, αλλά περιέργως ούτε αυτοί έχουν. Ούτε μια φωτογραφία δεν έχουν. Για αυτό θα ξαναβάλουμε την αφίσα. Βέβαια, η συναυλία δεν έγινε την ημέρα που λέει η αφίσα, την Κυριακή, αλλά έγινε την Τετάρτη, κάτι κάπως περίεργο μιας και η Κυριακή 16/9 ήταν ίσως η πιο ωραία ημέρα που έζησε η Πάτρα για όλο το Σεπτέμβρη. 

Σε κάθε περίπτωση, με τον καιρό απρόσμενο και ανάμεσα σε πολλές συναυλίες, πολύ καιρό προγραμματισμένες (από Μαχαιρίτσα μέχρι Χαρούλη μέχρι Ρέμο) περίπου δυο χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν στο κάστρο και αν εξαιρέσει κανείς την αναμονή σε ένα μπαρ που ανοιγόκλεινε περιοδικά, πέρασαν ομολογουμένως πολύ ωραία. 

Το Villa Incognito είχε την τύχη (ή την ατυχία) να παρακολουθήσει όχι μόνο την συναυλία αλλά και όλο το στήσιμο της βραδιάς, που ξεκίνησε από τα χαράματα. Σε πείσμα άλλων συναυλιών που έχουν το χαρακτήρα της ''περιοδείας'' καλλιτεχνών, η διοργάνωση της Λέσχης δεν αφορούσε απλά ένα μουσικό γεγονός αλλά προσπάθησε να το ''εντοπίσει'' μέσα στον κυκεώνα της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης (η πιο φτηνή συναυλία μακράν σε όλα) και να του δώσει χώρο να συνδέσει τον πολιτισμό με τις απαιτήσεις των καιρών. Στο χώρο λειτουργούσαν θεματικά περίπτερα με τους αγώνες του λαού απέναντι στην λαίλαπα του Μνημονίου και του ΔΝΤ, παρευρέθηκαν οργανώσεις και δυνάμεις της Αριστεράς με δικό τους τραπέζι (φήμες λένε ότι κάποιες θέλαν extra αποστάσεις για να μην συχνωτιστούν), λειτούργησε ένα πολιτικό/πολιτιστικό βιβλιοπωλείο με σπάνια και δυσεύρετα διαμάντια, υπήρξε πολιτική συζήτηση στα ''πέριξ'' και όσο επιτρεπόταν σε μια συναυλία, αλλά δόθηκε ένα στίγμα: Άλλωστε η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, είναι και πολιτιστική. Υπο αυτό το πρίσμα, περιμένουμε τις επόμενες δραστηριότητες της λέσχης σε ακόμα πιο πετυχημένες διοργανώσεις. 

Στο αμιγώς συναυλιακό κομμάτι τώρα: Συγκρατήστε το όνομα Mr. Highway Band. Το villa incognito έχει ξαναγράψει για αυτούς και σύντομα θα γίνουν πολύ γνωστοί. Όπως επίσης συγκρατήστε (αν και οι περισσότεροι ήδη γνωρίζετε) τους Monovine που έκλεισαν την βραδιά σηκώνοντας σκόνη λίγο πριν ταξιδέψουν για περιοδεία και ηχογράφηση στην Αμερική. Έχω μια εκτίμηση ότι και για τις δυο αυτές μπάντες, όταν και αν ξαναέρθουν σε συναυλία στην Πάτρα θα είναι κορυφαίο γεγονός. 

Από εκεί και πέρα, οι Sancho 003 με τον υπνωτικό και ατμοσφαιρικό πειραματισμό τους ''άνοιξαν'' τον Θανάση, που μαζί με την σπάνια Ματούλα Ζαμάνη έριξε ένα δίωρο + από όλο το ρεπερτόριό του. Δεν έχει σημασία πόσες φορές έχεις ακούσει την ιστορία για τον Πεχλιβάνη ή πόσες φορές έχεις ακούσει διάφορα συνθήματα στο αερικό, πάντα είναι ευπρόσδεκτα. Ζήτησα ένα βίντεο από την διοργανωτική αρχή, αλλά δεν είχαν ούτε βίντεο. Βρήκα όπως και να έχει, από αλλού.

Μάλλον κακή εντύπωση μας έκαναν δυο πράγματα: Αφενός, η στάση του κάστρου (των φυλάκων; Της αρχής; Δεν ξέρω) και τα αρκετά εμπόδια που έβαλε, ιδίως στην παρουσία ή μη χώρου για να αγοράσει ο κόσμος μια μπίρα. Επίσης, η ετσιθελική παρουσία αρκετών ομάδων που ήθελαν να μπουν χωρίς το -αναντίστοιχα χαμηλό- εισητήριο, με την χρήση ''άποψης'' όμως και όχι πραγματικής οικονομικής δυσκολίας (ζητήθηκε από ομάδες των 20 να δώσουν 1ευρώ συμβολικά, και ''δεν είχαν'' πάνω τους). Φυσικά δεν εμποδίσθηκε κανένας, ούτε καταδικάζεται η άρνηση της εμπορευματοποίησης μαζικών αγαθών και οι μορφές δράσης απέναντι στο φαινόμενο- ωστόσο, η συγκεκριμένη συναυλία τι σχέση έχει με τα πανάκριβα εισητήρια και τις αρπαχτές που κατα καιρούς χαρακτηρίζουν διάφορες συναυλίες; 

Τέλος, φήμες, ανεπιβεβαίωτες, λένε ότι η πραγματική λήξη της βραδιάς έγινε κατά τις 7:30 το ξημέρωμα, καθώς το κάστρο βομβαρδιζόταν από διάφορες φωνακλάδικες συζητήσεις περί διαλεκτικής της ανύψωσης ή της δια χειρός μεταφοράς βαρέων αντικειμένων, ακούστηκαν εκδικητικές απειλές απέναντι σε αγνώστου σημασίας ταμπλό, διάφοροι γερασμένοι φωνακλάδες πάθανε κήλη, άλλοι λουφάρανε με φινέτσα και στυλ, χέρια αναζητούσανε μυαλά και τούμπαλιν. 

Για την δραστηριότητα της λέσχης Εκτός/Γραμμής στην Πάτρα αλλά και πανελλαδικά, μπορείτε να ενημερώνεστε στο ektosgrammis.gr. Το villa incognito θα παρακολουθεί incognito τις επόμενες δημόσιες εκδηλώσεις και θα μεταφέρει.
Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012 0 σχόλια

weekly digest #1 (raid, australia, the grey)

Διάφορες ταινίες, τίποτα το φοβερό ή ιδιαίτερο, με σειρά προτίμησης και spoilers, όπως πάντα: 

Raid: Redemption (2012)


Υπόθεση: Μια ομάδα ειδικών δυνάμεων κάνει ένα πρωινό ντου σε μια ξενοδοχειακού τύπου εγκατάσταση (μάλλον στην Ινδονησία) όπου μένει ένας αρχιμαφιόζος. Βασικά με αφορμή αυτό, πέφτει ανελέητο πιστολίδι και ξύλο σε όλους τους ορόφους και διαδρόμους του κτιρίου, καθώς ο αρχιμαφιόζος εξαπολύει ένα ολόκληρο στρατό. Κάπου ανάμεσα στο χαμό, ένας swat (που μοιάζει λίγο με τον Eric Bana) έχει αδερφό ένα από τα πρωτοπαλίκαρα. Επίσης με αφορμή αυτό παίζει ανελέητο βρωμόξυλο. Βασικά χορογραφημένο βρωμόξυλο, πιστολίδι, μαχαίρια, μασέτες για δυο ολόκληρες ώρες ασταμάτητα και επιπλέον: Η ταινία είναι ακόμα καλύτερη και τιμιότερη από όσο ακούγεται.

Τίμια ταινία δράσης. Ο υδραυλικός μπαίνει να φτιάξει την βρύση, η γκόμενα φοράει μπουρνούζι, το μπουρνούζι πέφτει. Δεν χρειάζονται παραπάνω βαρετές λεπτομέρειες. Σε αντίθεση με την μόδα της εποχής να κάνει τις ταινίες δράσης υπαρξιακά δράματα (στο επόμενο James Bond ο σκηνοθέτης είναι ο Sam Mendes, που μεταξύ άλλων έχει κάνει το American Beauty) ή εξωφρενικές πατάτες (MI4). Το Raid είναι η πιο καθαρόαιμη ταινία δράσης που μπορεί να υπάρξει και μια από τις πιο αντρικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά (εμφανίζεται μια γυναίκα σε όλη την ταινία, για 3" στην αρχή και 3 άσχετα " κάπου ανάμεσα. Ακόμα και στις ταινίες του Statham οι γυναίκες σε κοινό και ταινία έχουν μεγαλύτερο ρόλο). 

Η ταινία ξεκινάει με πιστολίδι. Ωραίο πιστολίδι, μια χαρά, τελειώνουν οι σφαίρες. Περνάμε στις μασέτες και τα μαχαίρια. Η ταινία αρχίζει να απογειώνεται. Ουτε stealth-από-πίσω-και-στο-λαρύγγι ούτε πετάω μαχαίρια από μακριά. Rambo μαχαίρια, face to face, και όποιον πάρει ο χάρος. Πάνε και τα μαχαίρια, ώρα για ωμό ξύλο (το λέει ακριβώς έτσι και ένα από τα πρωτοπαλίκαρα). Η ταινία εκτινάσσεται σε δυσθεώρητα ύψη ανδρεναλίνης και τεστοστερόνης. Η ινδονησιακή πολεμική τέχνη που χρησιμοποιείται λέγεται Pencak Silat: Ξεχάστε το αμυντικό αικίντο του Segal ή το Kung Fu του Lee. Το Pencak Silat χρησιμοποιεί όλα τα όπλα, είναι άμυνα και επίθεση μαζί και είναι σαν splatter μπαλέτο που θα τρόμαζε και τον Τσακ Νόρις. 

Κλειστοί χώροι, άψογη σκηνοθεσία και ακόμα πιο άψογη χορογραφία, δυστυχώς σύντομα θα έχει και US Remake. Όπως σε πάμπολλες περιπτώσεις (REC, Insomnia κλπ) το πρωτότυπο είναι και καλύτερο.

Australia (2008)

Όταν μια ταινία σου κοστίζει περίπου 150εκ. δολάρια (!!!!) και ανοίγει σε 2500 αίθουσες στην Αμερική και βγάζει συνολικά 14 εκ. τότε κάτι πάει στραβά. Ειδικά αν έχεις όλες τις προυποθέσεις: Δυο μεγάλους σταρ (Nicole Kidman, Hugh Jackman), αληθινά ιστορικά γεγονότα Β' Παγκοσμίου Πολέμου (η επίθεση των Ιαπώνων στην Αυστραλία μετά το Pearl Harbor), μια χώρα απίστευτης ομορφιάς και κληρονομιάς για κάθε πιθανό πλάνο, τόσα πολλά λεφτά και έχεις ήδη εμπορικό όνομα σαν σκηνοθέτης (Baz Lurman) με το Moulin Rouge (και ας είναι 7 χρόνια πριν). Τι πάει στραβά όμως σε αυτό το 3ωρο (!!) lovestory έπος ανάμεσα σε μια αγγλοαριστοκράτισα και έναν φτωχό και μόνο cowboy από την αυστραλιανή ενδοχώρα;

Κατ'αρχήν, η υπερβολική φιλοδοξία. Ο Λούρμαν έφτιαχνε χρόνια αυτήν την ταινία, θέλοντας να φτιάξει κάτι ευθέως ανάλογο του ''Όσα παίρνει ο άνεμος'', που είπε ίσως όλα όσα υπήρχαν να ειπωθούν για επικά lovestory εν μέσω πραγματικών ιστορικών γεγονότων. Και δεν έχει ξαναβγεί έκτοτε ανώτερο σκατοθύληκο από την Βίβιαν Λι ούτε πιο άντρας από τον Ρεπ Μπάτλερ. Μου φάνηκε λιγότερο βαρετό σε σημεία από ανάλογες υπερτιμημένες ταινίες όπως ο Άγγλος Ασθενής (ύπνος βαρύς και ασήκωτος) αλλά τα θέματα που θέλει να πιάσει είναι too much και φαίνεται: Να πιάσουμε, φυσικά, το love story και να του βάλουμε και δυσκολίες. Να πιάσουμε τις καταστροφικές συνέπειες των μονοπωλίων. Να πιάσουμε την χαοτική και όμορφη ήπειρο και το πόσο χαοτική και όμορφη είναι. Να πιάσουμε θέματα ρατσισμού. Να πιάσουμε την παράδοση και τους Aborigines. Να πιάσουμε την ''κλεμμένη γενιά'', το παιδομάζωμα δηλαδή που έκαναν οι άγγλοι στους ιθαγενείς για να τους κάνουν χριστιανούς και γενικώς να κάνουν κουμάντο αλα-Αμερική-απεναντι-στους-Ινδιάνους. Να πιάσουμε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αυστραλία και τον βοβμαρδισμό από τους Ιάπωνες. Να πιάσουμε την σνομπαρία της υψηλής κοινωνίας της Αυστραλίας και να την βάλουμε σε αντιδιαστολή με τον φεμινιστικό ρόλο της Kidman. Να μιλήσουμε για τον ψυχισμό του Αρσενικού καβαλάρη με όρους Malboro Man (αν και δεν καπνίζει κανείς σε μια ανούσια πολιτική ορθότητα) και Lucky Luke. Είναι τόσα πολλά (και αρκετά ακόμα) που το να χαθεί η μπάλα είναι εύκολο. 

Επίσης, η αποσπασματική αφήγηση. Το να βάλεις τον πήχη στο 3ωρο είναι δύσκολη υπόθεση. Η ταινία μοιάζει να τελειώνει 2 φορές και μετά στη θέση της να αρχίζει μια καινούρια ταινία. Ξεκινάει ως κωμωδία (καλή κωμωδία) με την άφιξη της πριγκίπισσας του πάγου (που παραμένει τέτοια και εδώ) Kidman στην Αυστραλία και γνωρίζει τον κάτι σαν Clint Eastwood, Mad Max, Lucky Luke, Batman, Wolverine, Rep Butler Χιού Τζάκμαν. Μετά γίνεται western road movie και τεύχος από Lucky Luke με το ταξίδι των γελαδιών προς την πρωτεύουσα (καλό τεύχος). Φυσικά τα καταφέρνουν (κόντρα στους δολιοφθορείς ενός αρχικαπιτάλα που θέλει μονοπώλιο στα γελάδια προς το στρατό) και το love story ολοκληρώνεται. Ύστερα όλα αλλάζουν ξανά, το ζευγάρι χωρίζει γιατί ο Jackman δεν θέλει να βγάλει ρίζες με την άσπρη ξυλόκοτα και αρχίζει πόλεμος. Μετά είναι μια πολεμική ταινία. Ο πόλεμος τελειώνει και το ζευγάρι επανενώνεται. Μετά είναι ένα τέλος που απλά κρατάει πολύ. Το μόνο συνδετικό στοιχείο είναι ένα παιδάκι-μιγάς, μισό λευκός μισό Αβορίγινας που προσπαθεί να βρει ταυτότητα: Και ενώ ο Jackman και η Kidman κινδυνεύουν τα τομάρια τους για πάρτη του, αυτό τους εγκαταλείπει για να γίνει μάγος γκουρού κάπου στην Αυστραλιανή έρημο.

Τέλος, είναι το υπερβολικό στυλιζάρισμα. Ο Λούρμαν το πάρακάνει με την ψηφιακή και μη επεξεργασία. Οι ουρανοί είναι πιο μπλε από το κανονικό, η έρημος πιο κίτρινη, ο Jackman φοράει κάθε τόσο make-up και η ταινία κάνει κοντινά σε κάθε πιθανή έκφραση ''γοητείας'', η Kidman παραείναι ωραία, όλα γενικώς είναι, ή μάλλον, παραείναι άψογα. Συνέπεια αυτού είναι η τρίτη ώρα (το πολεμικό δράμα) να καταστρέφει σιγά σιγά ότι είχαν χτίσει οι δυο πρώτες (η κωμωδία και η περιπέτεια), μαζί με κάτι ενδιάμεσα αχρείαστα ''μαγικά'' που κάνει το πιστιρίκι. 

Ίσως λίγο πιο ευχάριστη από την αρνητικότατη υποδοχή της, θαμμένη πάντως σίγουρα από το βάρος της υπερφιλοδοξίας της. Κάτι ανάλογο φαίνεται πάντως να ετοιμάζει με το remake του Μεγάλου Γκάτσμπι..

The Grey (2011)

Μπορεί να φταίει ότι το είδα σε δυο μέρη, ή το γεγονός ότι η ταινία δεν έχει την παραμικρή σχέση με το trailer (την παραμικρή όμως). Ίσως χρειαστεί και δεύτερη ανάγνωση. Η υπόθεση είναι μάλλον απλή: Μια ομάδα επιζώντων από πτώση αεροπλάνου αποφασίζει να διασχίσει την Αλάσκα για να βρει σωτηρία, κόντρα σε μια αγέλη ιδαίτερα έξυπνων και επιθετικών λύκων. Ωστόσο, δεν έχω ακόμα καταφέρει να καταλάβω τι ακριβώς ήταν αυτό που είδα: Δράση δεν είχε ιδιαίτερη. Αλληγορία αν είχε, δεν ήταν προφανής. Τρόμου, δεν ήταν, εκτός και αν θεωρείται τρόμος ένας cgi λύκος με συμπεριφορά βελοσιράπτορα από το jurassic Park. Κάποιες στιγμές έντασης τις είχε, αλλά λίγες.

Το The Grey είναι μια μάλλον καταθλιπτική ταινία πάνω στην αδιαμφισβήτητη υπεροχή της φύσης πάνω στον άνθρωπο και οποιοδήποτε σύστημα αξιών του, απέναντι είτε σε θρησκευτικό ή φυσικό κουράγιο. Το τελευταίο είναι ευπρόσδεκτο (η άρνηση της θρησκείας λίγο πριν το τέλος και η συμφιλίωση με το τέλος που χαρακτηρίζει τους τελευταίους ζωντανούς ήρωες). ΄Ενας ένας οι ήρωες εξολοθρεύονται από την φύση, είτε από τους λύκους είτε με στυλ ''Βλέπω το θάνατό σου'' σαδιστικούς θανάτους (π.χ. πνίγμός δυο πόντους μόλις κάτω από το νερό). Ο εκπαιδευμένος στο να σκοτώνει λύκους Liam Neeson (που γενικά είναι εγγύηση) μένει μόνος του σε μια αβέβαιη τελική αναμέτρηση που δεν ξεδιαλύνεται ούτε με την ''κρυφή'' σκηνή μετά τους τίτλους τέλους.Η αντίφαση αυτού του ήρωα είναι μάλλον το clue της υπόθεσης: Πριν καταλήξουν στις παγωμένες ερημιές, ήταν έτοιμος να αυτοκτονήσει (είχε πεθάνει η γυναίκα του). Με το που άρχισε η φάση survivor αποδείχτηκε ο πιο survivor από όλους, με άρνηση να το βάλει κάτι σε οποιοδήποτε σημείο. Γιατί; Μήπως επειδή η παραίτηση είναι ένα φαινόμενο κοινωνικό, το οποίο εξαφανίζεται στην ωμή αγριάδα της φύσης; Ενδιαφέρουσα, αλλά ανολοκλήρωτη ιδέα. Αυτό ίσως είναι και το πόρισμα για το the grey.

Τα σχεδόν ποιητικά πλάνα της Αλάσκας από την άλλη πλευρά και τα αργόσυρτα πλάνα που διακόπτονται από τις επιθέσεις των λύκων δίνουν μια οριακά ντοκιμαντερίστικη όψη, η οποία είναι ευχάριστη στη λιτότητά της. Σε κάθε περίπτωση, ας μην την δει κανείς με κίνητρο το trailer- η ταινία είναι περισσότερο υπαρξιακό σινεμά με cgi λύκους παρά ταινία δράσης. Απλά ο προβληματισμός που θέτει, είτε είναι ιδιαίτερα απλοϊκός (θα σε φάνε οι λύκοι) είτε ανολοκλήρωτος.


Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012 0 σχόλια

Συναυλία με τον Θανάση Παπακωσταντίνου, 16/9 Κάστρο Πάτρας

Την Κυριακή 16/9 στο Κάστρο Πάτρας, η πολιτική-πολιτιστική λέσχη Εκτός/Γραμμής διοργανώνει συναυλία με τον Θανάση Παπακωσταντίνου και τους Monovine, Mr. Highway Band και τους Sancho 003. Μαζί με το Θανάση θα τραγουδήσει η Ματούλα Ζαμάνη. Η βραδιά ξεκινάει από τις 18:00 το απόγευμα με τιμή εισόδου στα 6 ευρώ.

Στο χώρο θα λειτουργήσει βιβλιοπωλείο και μια σειρά από θεματικά περίπτερα και τραπεζάκια: Για την νεολαία και την αντίσταση στην διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης, για τα 2 χρόνια ανυπακοής και αγώνα απέναντι στο Μνημόνιο και το ΔΝΤ και πολλά ακόμα.

Μια πρόγευση:
Η φοβερή Ματούλα Ζαμάνη σε τραγούδι του Θανάση Παπακωσταντίνου:

Οι Mr. Highway Band που θα ανοίξουν την βραδιά:
Οι Sancho OO3 που αποτελούνται από μουσικούς της μπάντας του Θανάση Παπακωσταντίνου:
..και φυσικά οι Monovine, που θα κλείσουν την βραδιά:

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012 1 σχόλια

Cabin in the woods (2011)

Δεν το είχα δει στο σινεμά. Κυκλοφόρησε λίγο σε συζητήσεις, άκουσα κάποιους πιο φανατισμένους (πάντα μου κινεί το ενδιαφέρον αυτό) να λένε ''βλακεία ολκής'' και κάποιους να λένε ''γαμώ, με περιεχόμενο''. Λίγο το cast, λίγο ο τίτλος, λίγο το είδος (τι κουρασμένο και κλισέ είδος είναι οι ταινίες τρόμου..), δεν μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Άλλωστε και το σινεμά πλέον, παρά την αλλαγή της φυσιογνωμίας του (πας σινεμά γενικώς, δεν πας να δεις ένα έργο συγκεκριμένο, χαίρε λογική των multiplex) είναι ακριβό σπορ και μια προεργασία είναι απαραίτητη. Ύστερα όμως το ξανάκουσα να επανέρχεται. Αρκετοί το σχολιάσανε σε blogs, κουβέντα γινόταν. Αν σε μια ταινία γίνεται κουβέντα, τότε κάτι έχει καταφέρει. Είδα τα credits, είδα τον Josh Whedon. Ο τύπος έφτιαξε τους Avengers. Αποφάσισα με τα πολλά να το δω. Άλλαξα γνώμη τρεις φορές κατά τη διάρκεια.

Το γεγονός ότι μια camp, ορισμός-του-bad-movie ταινία έχει καταφέρει, έστω και περιορισμένα, να κάνει ένα μικρό ντόρο, οφείλεται σε αυτόν τον άνθρωπο, αλλά θα εξηγηθώ στη συνέχεια. Προφανώς, για αρχή, δεν είναι καν ταινία τρόμου. Δηλαδή δεν έχει ούτε ένα τρομακτικό σημείο, ενώ ακόμα και τα gore σημεία με την αναγκαία σπλατεριά είναι τόσο ανάλαφρα που είναι κωμικά. Το ''κόλπο'' του, ότι δηλαδή αυτό που συμβαίνει είναι σκηνοθετημένο σαν reality (το δείχνει από την αρχή) και το δεύτερο ''κόλπο'' του, ότι δηλαδή είναι ένα reality για μια διαχρονική θυσία που κάνουμε σε κάποια ''προαιώνια τέρατα'' (το δείχνει στο τέλος, με την Weaver, που μετά το Paul μάλλον θα κάνει συνεχώς τέτοια cameo), ναι, έχει ένα συμβολισμό, αλλά όχι τίποτα βαθύ: Το Cabin in the woods είναι μια κωμωδία τρόμου που μιλάει για τις ταινίες τρόμου και προσπαθεί να εξηγήσει γιατί οι ταινίες τρόμου δεν είναι πια καλές ταινίες. Ως εκ τούτου, δεν είναι και η ίδια καλή, μόνο που το ξέρει, και σε κανένα σημείο δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά. 

Οι Avengers είναι πιο καλή ταινία από το TDKR ακριβώς για αυτό το λόγο. Είναι σουπερήρωρες εφηβικών φαντασιώσεων που παλεύουν εξωγήινους. Το να τοποθετήσεις το παράλογο μέσα στο παράλογο δεν σε κάνει απαραίτητα ''σκεπτόμενο κινηματογράφο'', όπως ονομάζεται το TDKR (που βάζει το παράλογο μέσα στο πραγματικό), αλλά σίγουρα σε κάνει διασκεδαστικό. Ο Josh Whedon είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει τον κινηματογράφο, τους σουπερήρωες, τις ταινίες τρόμου, όπως αγαπάει και κάθε εφηβική του φαντασίωση. Ωστόσο, δεν είναι δημιουργός που θέλει να διασώσει τον πολιτισμό του: Είναι ένας ικανότατος έμπορος που θέλει να διασώσει την αξία του προϊόντος του. 

Στο Cabin in the woods βάζει όλα τα στερεότυπα μαζί και ψιθυρίζει ότι πρέπει να αλλάξουν, αν θέλει το είδος να ανανεωθεί. Η ανανέωσή του πρέπει να γίνει όχι από κάποιο φετιχισμό για την καλλιτεχνική αξία του είδους- πρέπει να ανανεωθεί για να συνεχίσει να πουλάει. Είναι όλοι οι κλισέ χαρακτήρες και όλα τα κλισέ τέρατα μαζί, και όλοι μαζί παίζουν ξύλο και γίνονται κόκκινοι από αίμα. Ακόμα και ο τρόπος που πέφτουν τα κορμιά, γίνεται με τέτοιο τρόπο που λες ''δεν με ένοιαζε καθόλου που πέθανε ο τάδε'' αλλά στην πραγματικότητα οι δημιουργοί της ταινίας ήθελαν να μην σε νοιάζει που πεθαίνει ο τάδε. Γιατί who gives a fuck, anyway; Αντικειμενικά, στο τέλος του έργου σου έρχονται όλες οι ταινίες μαζεμένες: Από την εποχή της γνήσιας τρομάρας (Παρασκευές και 13, Χάλογουιν, Φρέντυ Κρούγκερ, Hellraiser, Βαμπίρ, Ζόμπι, φαντάσματα και τόσα άλλα, δεν αρχίζω καν) στην εποχή της γνήσιας βαρεμάρας (videogames-to-film, και γενικώς, ας ονομάσει κάποιος μια πρόσφατη τρομαχτική ταινία)- το cabin in the woods είναι ένας ηθελημένος επικήδειος. 

Δεν την υπερασπίζομαι με κάποιο τρόπο. Για την ακρίβεια, μια άλλη ταινία στο παρελθόν έκανε περίπου το ίδιο πράγμα με λιγότερα εφέ και αρκετά καλύτερα: Το Scream από το 1996 έβαλε κάτω όλα τα κλισέ και τα έκανε άνω κάτω, προσφέροντας μια ανανέωση από τότε. Φυσικά η βιομηχανία δεν έπιασε το μύνημα: Έφτιαξε sequels (3!) του Scream, πλάκωσε στα remake και reboοt και reβαρεθήκαμεπια κάθε θρυλικής ταινίας του παρελθόντος (βγαίνει ο Leatherface σε 3d, συντονιστείτε) και αποφάσισε ότι το θέμα είναι η οπτική αποτελεσματικότητα του ''τέρατος'' έναντι της βασικής λειτουργικότητας των ταινιών τρόμου: Το κατα πόσο μπορούν να ενσωματώνουν πραγματικούς συλλογικούς φόβους, να τους αναπαριστούν με το μύθο ενός ''κακού'' και να δημιουργούν το φόβο κατ'αρχήν στον εγκέφαλο και ύστερα στον αμφιβληστροειδή με το συνδυασμό (εικόνα, μουσική, φωτογραφία, πλοκή) των μέσων του σινεμά. Το Cabin in the woods δεν επιχειρεί να ορίσει την πορεία που πρέπει να πάρουν οι ταινίες τρόμου, αλλά αντίθετα καταδυκνείει την σύγχρονη αποτυχία τους- το ότι το κάνει (μάλλον) συνειδητά είναι στα ατού του, αλλά αυτό δεν είπε και κάτι καινούριο.

Από την άλλη, η ταινία είναι ένας διαρκής ανταγωνισμός cult σκηνών ανθολογίας και γελοιοτήτων. Το ζευγάρι πάει να κάνει σεξ στο τρομακτικό δάσος (ε, βέβαια), η κοπέλα κρυώνει (αυτό ήταν ανατροπή γιατί συνήθως δεν κρυώνουν) και οι ''σκηνοθέτες'' πατάνε ένα κουμπί και από το έδαφος απελευθερώνεται ένα σύννεφο από φερομόνες (!!!!), ανεβάζουν την θερμοκρασία της περιοχής και ένα άλλο σημείο φωτίζεται ρομαντικά. Booby-time. Brain Damage στο μεσοδιάστημα. Λίγο μετά όμως, έρχονται τα καλούδια. Για να μην τα αναφέρω όλα, ενδεικτικά: Η ''πρωταγωνίστρια'' είναι στα χέρια ενός ζόμπι που αρχίζει να την κοπανάει και να την κομματιάζει. Το βλέπουμε από το video-wall του control room των σκηνοθετών, όπου όλοι κάνουν ένα πάρτυ και nobody gives a fuck. Πανέξυπνο. Λίγο πιο μετά, οι τύποι απελευθερώνουν κάθε πιθανό και απίθανο τέρας ταινιών τρόμου και αρχίζει μια ακατάληπτη σπλατεριά ανευ προηγουμένου. Έξοχο. Στο τέλος ένα τεράστιο χέρι από έναν υπερμεγέθη Balrog αναδύεται και καταστρέφεται η Γη. 

Η ταινία έχει αναρίθμητες αναφορές σε ταινίες τρόμου καθ'όλη τη διάρκεια, σαν σοβαρή παρωδία και σινεφίλ νοσταλγία. Από το Evil Dead μέχρι το Τελευταίο σπίτι στα αριστερά. Δεν είναι ούτε καλή, ούτε κακή: Είναι μια μελλοντική bad-movie-we-love και θα διεκδικήσει το χώρο της στα cult απότοκα ενός κουρασμένου και με μηχανική (3d) υποστήριξη είδους.


1 σχόλια

Υπερτιμημένα πράγματα #4: Fight Club (ω, ναι. Το Fight Club)

Μου είναι δύσκολο, πολύ πιο δύσκολο από ότι το Matrix. Τυχόν αντιφάσεις του κειμένου πρέπει να αντιμετωπιστούν με επιείκια- εγώ ο ίδιος δεν πρέπει να έχω υπερτιμήσει κάποιο έργο περισσότερο από αυτό. Όπως, για αρχή, η πρώτη και η πιο βασική αντίφαση: Το Fight Club σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί γενικώς υπερτιμημένο, μάλλον το αντίθετο: Η ταινία πάτωσε στην Αμερική, οριακά τα έβγαλε τα λεφτά παγκοσμίως, χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να αποκτήσει το μαζικό και κάπως σκληροπυρηνικό fanbase που έχει σήμερα.

Αλλά υπάρχει μια ιδαιτερότητα, που αφορά κυρίως την γενιά των mid-80's και τον τρόπο που γνώρισε την μεγάλη οθόνη: Την εντυπωσιακή γνωριμία με το υπερθέαμα του Jurassic Park και την συγκίνηση του Lion King. Έρωτας με την πρώτη ματιά, ο χώρος που κάθε φαντασία πραγματώνεται. Κάποιοι θα αναφέρουν το Free Willy, τον Alladin, ίσως και τα Batman Returns και Robin Hood, αλλά κυρίως οι παραπάνω άνοιξαν το παιχνίδι. Ύστερα, η γενιά άρχισε να αποκτά διακριτά χαρακτηριστικά και διαφοροποιήσεις: Κάποιοι συγκινήθηκαν πολύ περισσότερο με το La vita e bella παρά με τον Τιτανικό και την ευρύτερη κινηματογραφική σχολή του James Cameron. Κάποιοι προτιμούσαν να λένε ότι γελάσανε όταν η βλαμμένη δεν έκανε χώρο στον Τζακ και ντρέπονται να παραδεχτούν ότι ξέφυγε ένα δάκρυ.  Παράλληλα υπάρχει το νοίκιασμα της βιντεοκασέτας (ανα 2) οι προτιμήσεις σε διάφορα είδη, η διαμόρφωση των υποκειμενικών cult. To Braveheart (λίγο πριν) ήταν ήδη αντικείμενο λατρείας, οι 12 πίθηκοι το πρώτο underground hip. Αναλόγως, o Βράχος όρισε την περιπέτεια (ίσως για αυτό, μόνο αυτή η γενιά τρέφει μια συμπάθεια στον Nicolas Cage) και το Trainspotting ήταν αντικείμενο συζήτησης των πιο ''ψαγμένων''. Στο μεσοδιάστημα, έχουμε πλησιάσει τα 14-16. Η εφηβεία είναι σε πλήρη άνθιση, η αμφισβήτηση the way to go, και στο σινεμά σκάει το Fight Club και το Matrix. Για αυτήν την γενιά, οι δυο αυτές ταινίες όρισαν τη συλλογική φαντασίωση και την εφηβική επανάσταση- η ιστορία έδειξε ότι το Matrix κέρδισε με διαφορά και ήταν και turning point για τον κινηματογράφο στο σύνολό του. To fight club όχι απλά έχασε, αλλά πήγε να κλείσει και το σπίτι ενός εξαιρετικού σκηνοθέτη, του David Fincher. Σε έναν ακόμα διαχωρισμό του γούστου εκείνης της γενιάς, το Fight Club έχασε σε αναγνώριση αλλά κέρδισε σε οπαδούς- θυμάμαι ακόμα όταν το είχα δει με ένα συμμαθητή μου: Εγώ το λάτρεψα και ήθελα να το ξαναδώ επιτόπου, αυτός μου είπε ότι ήταν η μεγαλύτερη ανοησία που έχει δει. Δεν έχω υπερασπιστεί ταινία πιο πολύ από αυτήν. 

Υπήρχε προφανώς μια κοινή θεματική στις δυο αυτές ταινίες: Η  αμφισβήτηση του κόσμου και της πραγματικότητας, η ανάγκη να τον βάλεις απέναντί σου. Στο Matrix, όπως σωστά επισημαίνει ο Δ.Σ., η απάντηση ήταν η πιο εύκολη δυνατή: Οι διανοητικές μας δυνάμεις είναι ικανές να τα φέρουν όλα άνω κάτω. Τι πιο εύκολο αλλά και τι εκπληκτική φαντασίωση! Από την άλλη, στο Fight Club, η αμφισβήτηση γινόταν άμεσα ανάγκη για εκτόνωση στη σφαίρα του πραγματικού. Η βια εμφανιζόταν ως αντίπαλο δέος της υπόκωφης βιας όλων των κυρίαρχων προτύπων: Καταναλωτισμός, καθωσπρεπισμός, το πρότυπο του γιάπι, της ρουτίνας, η βια του αφεντικού, η βια των ρυθμών της ζωής. O Edward Norton (που μαζί με το American History X μπήκε στην καρδιά μου ως ο μεγαλυτερος ηθοποιός της γενιάς του) αρχικά ενσωματώνει την βια σωματικά (αυπνία) και συναισθηματικά (νιώθει την ανάγκη να πάει σε κέντρα υποστήριξης διαφόρων ομάδων και να βρει συμπαράσταση για πρόβληματα που δεν έχει). Πολύ απλά, δεν ξέρει τι του φταίει, αλλά ξάρει ότι κάτι του φταίει. Οργισμένη εφηβεία, συναισθηματική τρικυμία, εδώ είμαστε. Ο Brad Pitt είναι ένας πιο πολιτικοποιημένος, αναρχικός Hunter S. Thomson χωρίς το lsd.

Στο Matrix το ''κόλπο'' ήταν η πρωτοποριακή εφαρμογή των ειδικών εφέ, που άλλαξε τον κινηματογράφο στο κατώφλι της νέας χιλιετίας. Στο Fight Club τα εφέ είναι αρκετά, αλλά πιο διακριτικά: Η κάμερα βγαίνει από κάδους σκουπιδιών, μπαίνει σε μύτες κάνει κόλπα άλλου τύπου. Το δικό του ''κόλπο'' είναι φυσικά στην ανατροπή της πλοκής, που παρά τον ξέφρενο παραλογισμό της, στέκει. Επίσης στέκει η εισαγωγή των Pixies όταν όλα καταστρέφονται σε μια εφηβική οργισμένη φαντασίωση. Αλλά η μεγαλύτερη φαντασίωση είναι στην ίδια την ανατροπή, με ανάλογο ιδεαλισμό του matrix- κρύβουμε μέσα μας μια περσόνα (Tyler fuckin' Derden) που μπορεί να απορρίψει όλα τα πρότυπα και να σηκώσει το μπαιράκι της επανάστασης- χρειάζεται μια δεύτερη νηφάλια ανάγνωση για να δει κανείς την αυστηρή ατομικότητα και αυτής, όπως του Neo.


Τα fail φυσικά της πλοκής είναι πάμπολλα, αλλά δευτερεύοντα. Η αισθητική είναι πράγματι άψογη, αλλά όχι κάτι που δεν έχει ξαναδεί κάποιος, ήδη από το Se7en. Η Marla είναι ίσως ο πρώτος emo, ενώ η γκρούπα του Tyler είναι στο όριό της μιλιταριστική. Το ''ξύπνημα'' που επιχειρεί στην κοινωνία που θεωρεί κοιμισμένη και υποταγμένη στα πρότυπα έχει όρους εκδίκησης και υποτίμησης- δεν είναι πρωτοπόροι, είναι ελιτιστές. Άλλωστε, απουσιάζει το στοιχείο οποιασδήποτε συνείδησης: Ο μόνος που ξέρει τι κάνει είναι ο Tyler, όλοι οι άλλοι είναι πιόνια. Σε αντίθεση με το Matrix όμως, που έπιασε με αλληγορία το ''ψεύτικο'' της δυτικής κοινωνίας, το Fight Club δεν έπαιξε ούτε με ''εκλεκτούς'' (βασικά κατακάθια και λούμπεν είναι τα πιόνια του Tyler) ούτε με υπερδυνάμεις, ούτε αποφάσισε να ''σώσει τον κόσμο'': Στον ''ρεαλισμό'' του, εστίασε στο να εκτονώσει όσους ''αφυπνίζονται''. Απλά αντί για κόκκινο/μπλε χάπι, η διαδικασία αφύπνισης περνούσε μέσα από την απόρριψη του πόνου ενός εγκαύματος (ιδέα μου είναι, αλλά μάλλον αχρείαστο πρόσες).

Γιατί αγαπήθηκε τόσο πολύ από όσους αγαπήθηκε; Γιατί υπήρξε μια περίοδο που ο άκρατος νιχιλισμός και μισανθρωπισμός του Tyler θεωρήθηκε ''γραμμή''; Ήταν ή δεν ήταν extra κίνητρο το γεγονός ότι απορρίφθηκε με όρους μαζών (ως επιβεβαίωση της ατομικής ''αφύπνισης''); Ίσως επειδή για αυτήν την γενιά η ανάγκη αμφισβήτησης είχε ήδη αρχίσει να παγιώνεται, στο κλείσιμο μιας δεκαετίας όπου, χωρίς να το ξέρουμε, είχε τεθεί το στάτους ότι οι ''ιδεολογίες είχαν τελειώσει''.  Η ατομική απόρριψη και ''αφύπνιση'' αποτελούσαν ένα συλλογικό, υποσυνείδητο φετίχ: Κάπως αρχίζαν τα φροντιστήρια και άρχιζε το λύκειο των πανελληνίων, κάτι δεν μας καθόταν καλά από τον ερχομό του Κλίντον στην Ελλάδα, κάτι δεν μας καθόταν καθόλου καλά με την σύλληψη του Οτσαλάν, κάπως βιώσαμε με αντικυβερνητικό ένστικτο την απάτη του χρηματιστηριακού κραχ. Εποχή παχιών αγελάδων με ένα ευρώ που ''έρχεται''. Όλα αυτά σε μια ομπρέλλα ενός milennium με ιούς, νοστράδαμους, καταστροφές. (Και, επειδή είναι και επίκαιρο, κάπου εκεί έμαθα, τουλάχιστον εγώ, τους red hot chilli peppers με το Californication. Το υπερτίμησα και αυτό, αλλά νομίζω ότι η υπερτίμηση των RHCP είναι πιο διαχρονικό ζήτημα.). Σε αυτό το πλαίσιο, ο συλλογικός δρόμος είναι ακόμα μια ανεξερεύνητη περιοχή που αχονφαίνεται στον ορίζοντα, αλλά κάθε τι φορτίζεται από την ελιτίστικη στο όριο της φαντασίωση της ''αφύπνισης''. Σε αυτό το πλαίσιο, ο τρομοκράτης Tyler που είναι απότοκο μιας σχιζοφρένειας ενός καθημερινού ανθρώπου βρίσκει χώρο να αγιοποιηθεί. 


Βέβαια, μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά το γεγονός και μόνο ότι παραβαίνω τον πρώτο κανόνα για το Fight Club μου δίνει να καταλάβω ότι κάπως το ξεπερνάω. Από την άλλη όμως, δεν είπα σχεδόν τίποτα για την ταινία.
Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012 3 σχόλια

Υπερτιμημένα πράγματα #3: The matrix. (ναι, το matrix)

Θα το δυσκολέψω ακόμα περισσότερο: Δεν αναφέρομαι στην τριλογία Matrix, αλλά στο πρώτο matrix. Και λέω το ''δυσκολεύω'' γιατί πολύ απλά, θα ήταν πολύ εύκολο να αποδείξει κανείς γιατί το matrix 2 και 3 είναι οριακά φάρσα. Δεν ξέρω καν αν το αρχικό πλάνο των αδερφών Wachowski ήταν να το κάνουν τριλογία ή απλά η Warner Bros θέλησε να στίψει την επιτυχία της πρώτης σειράς μέχρι την τελευταία σταγόνα (που το έκανε: Παιχνίδια, animation, ντοκιμαντέρ, ντοκιμαντέρ για το πως γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ) αλλά σε κάθε περίπτωση το ''σχέδιο'' ήταν πολύ προφανές: 1. Πρέπει κάπως να βάλουμε την Bellucci. 2. Πρέπει τα εφέ που χρησιμοποιήσαμε ((την τεχνική bullet-time, αυτήν που ΟΛΟΙ κοπιάρουν με τον ΙΔΙΟ τρόπο έκτοτε (οι σφαίρες, σκύβω, slow-motion, περνάνε, ω!)) να τα κάνουμε ακόμα καλύτερα και σε μεγαλύτερη κλίμακα 3. Πρέπει να αξιοποιήσουμε λίγο παραπάνω τον agent Smith γιατί μάλλον αυτόν γουστάρανε οι περισσότεροι και όχι τον Neo. Ας τον εμφανίσουμε 200.000 φορές στην ίδια σκηνή. 4. Πρέπει να ανταποκριθούμε στο hype της ταινίας: Δεν είναι cool περιπέτεια με ωραίο concept, είναι φιλοσοφημένο πολιτικό φιλμ σε πακέτο action (''Το Blade Runner της εποχής του'') οπότε κάπως πρέπει να έχουμε αλληγορίες και συμβολισμούς. Ας χρησιμοποιήσουμε την Βίβλο και ας είναι ο Neo ο Jesus της high-tech εποχής. 5. Θα βάλουμε κάπου έναν Αρχιτέκτονα και θα συνεχίσουμε το random mindfucking μέχρι να ξεχειλώσουμε την ιδέα. 

Tο αποτέλεσμα ήταν ένα non-coherent σύνολο ανολοκλήρωτων ιδεών (χαρακτήρες εμφανίζονται και εξαφανίζονται, υποπλοκές που οδηγούν στο πουθενά) που γονάτισε την πρωτοτυπία και ευστοχία του πρώτου και στηρίζει την πλοκή του σε διάφορες ομορφιές- αν οι Smith είχαν κάνει ντου στον Neo όλοι μαζί, θα είχε τελειώσει το παραμύθι. Τελικά ο Agent Smith αποδείχθηκε μια ακόμα καρικατούρα του γνωστού Κακού που πριν και καλά σκοτώσει τον ήρωα που τον έχει στριμωγμένο του λέει όλα του τα σχέδια. Βαρετό, αν και δεν ήταν καθόλου στην αρχή. 

Η έντιμη προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας μυθολογίας (και ας είναι με ένα λαίμαργο κλέψιμο όλης της sci-fi παράδοσης σε 6 ώρες) κατέρρευσε. Μπορεί να φταίει το too much και too obvious της αλληγορίας του ''Εκλεκτού'' που θυσιάζεται για την ανθρωπότητα, μπορεί να φταίει και το ότι τελικά τα εφέ και η εικόνα προσπέρασαν οποιαδήποτε ιστορία. Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο Matrix του 1999 είχε την φρεσκάδα και την πρωτοτυπία και ''ανανέωσε'' κάπως τις τεχνικές δυνατότητες: Η υστερία ωστόσο (από διαφορετικά κριτήρια και αφετηρίες θεατών) για την φιλοσοφία του και τα ''μυνήματα'' που βρίσκονται πίσω από τα slow-motion πιστολίδια με μαύρο γυαλί και καμπαρντίνα, μπορεί να δείχνουν την ανάγκη εύρεσης μυνημάτων αλλά είναι μαζική υπερτίμηση του ίδιου του έργου. 


Το ίδιο concept του ψεύτικου κόσμου (στις παραλλαγές του) εμφανίστηκε σε δυο ταινίες την προηγούμενη χρονιά: The truman show και Dark City. Αν το μεν πρώτο είναι γνωστό και πετυχημένο και χωρίς πολλά εφέ, το Dark City πρέπει να είναι η μεγαλύτερη αδικία των '90s: Δυστοπικό sci-fi και φοβερή αισθητική, αλληγορία της Σπηλιάς του Πλάτωνα χωρίς τα φαντεζί του Matrix, η ταινία του Alex Proyas θάφτηκε εξ'αιτίας του Matrix. Το ίδιο πράγμα έγινε ξανά με την άλλη υπερτιμημένη ταινία του 1999: Η 6η Αίσθηση έκανε το γύρο του κόσμου βασιζόμενη σε μια δίλεπτη ανατροπή στο φινάλε, ενώ το Stir of echoes (Ψίθυροι των Πνευμάτων) με τον Kevin Bacon ήταν πιο καλό, πιο ατμοσφαιρικό, σου έδινε λόγο για την δική του, ολόιδια, ανατροπή. Σε κάθε περίπτωση, το Dark City αξίζει να ανακαλυφθεί.

Το Matrix είναι μια cool περιπέτεια με ωραίο concept. Το να λες ότι μιλάει για ταξικές αντιθέσεις όταν η κυρίαρχη τάξη που εκμεταλλεύεται την ''ανθρωπότητα'' είναι ρομπότ, τότε πρέπει να το εφαρμόσεις σε κάθε alien/robot/monster invasion ταινία που έχει κυκλοφορήσει. Το να λες, ακόμα χειρότερα, ότι μιλάει για κάποια επανάσταση, κάνει την ταινία οριακά αντιδραστική με τους ''εκλεκτούς'' και τους μεταφυσικούς ηγέτες. Το να λες ότι έχει Βιβλικές αναφορές μάλλον είναι σωστό, αλλά OK, και τι δηλαδή; Το να λες ότι κάνει μια ενδιαφέρουσα κριτική για την σχέση ανθρώπου/μηχανής, για την σχέση ανθρώπου/περιβάλλοντος (ο Smith λεει την ατάκα ότι οι ''άνθρωποι είναι σαν ιός που καταστρέφει'') επίσης στέκει, αλλά είναι θεματικές επαναλαμβανόμενες σε διάφορα έργα. Το να πεις ότι ''ότι και να λέει, το λέει με ωραίο τρόπο'' είναι ίσως πιο σωστό: Ο τρόπος που το λέει είναι πράγματι ωραίος, το τι λέει όμως δεν είναι κάτι καινούριο ούτε αιτία να δημιουργήσει ένα παγκόσμιο teen-nerd-geek-revolution που αναρωτιέται αν ζει στον πραγματικό κόσμο και θέλει να πάρει το κόκκινο χάπι (ααα, το χάπι είναι κόκκινο, πρέπει να παίζει αριστεροκομμουνιστική αναφορά, δεν το είχα πιάσει). Ωστόσο αυτό έγινε, και έγινε επειδή οι απλές θεματικές βρήκαν πρώτη φορά την ευκαιρία να εκφραστούν μέσα από ασύλληπτα kung-fu, μέσα από χιλιάδες πιστολίδια, μέσα από πολύ cool δερμάτινα ρούχα και αξεσουάρ και φυσικά, ο ''Εκλεκτός'' είναι ένας nerd υπολογιστάκιας που γίνεται με λίγη προπόνηση ο σουπερ-γαμάω-και-αποφεύγω-και-σφαίρες. Στην πραγματικότητα, είναι η εκπλήρωση κάθε φαντασίωσης ενός 16χρονου (και, btw, αυτό ήταν το target group της ταινία): Μια μηχανή σου ''αποθηκεύει'' με ένα φαλλικό usb στο σβέρκο όλη την γνώση που γουστάρεις και ξυπνάς kung-fu master και μαθηματική διάνοια. Δεν υπάρχει βαρύτητα, δεν υπάρχουν νόμοι, είσαι κάτι σαν τον Green Lantern αλλά super-cool. Η πολύ σκληρή γκόμενα που είναι γενικά άπιαστο όνειρο, στην πραγματικότητα είναι μια ευαίσθητη ψυχή που σε αγαπάει σε φάση true love (ή επειδή είσαι ο εκλεκτός και chicks dig that). Αλλά ακόμα και έτσι, τα προβλήματα είναι πολλά:


Ο Neo (τεράστιο spoiler: Είναι αναγραμματισμός του One. Mindfuck) περιφέρεται ανέκφραστος και ρίχνει κλωτσιές ανέκφραστος. Η μυθολογία του ''εκλεκτού'' δεν στηρίζεται σε καμία πιθανή βάση (ποιος το προφήτεψε; Πότε; Γιατί;) και η ''ερμηνεία'' της εκλεκτότητας του είναι ένα παράλογο ακόμα για το matrix σκηνικό όπου πεθαίνει και ανασταίνεται και ύστερα είναι διπλή φύση ''άνθρωπος/κώδικας html.'' Ο ''προδότης'' είναι μια αστεία καρικατούρα προδότη που συμμαχεί με τις μηχανές με αντάλλαγμα....την σκλαβιά του. Ούτε λεφτά, ούτε εξουσία, ούτε χωράφια, ούτε αναγνώριση, ούτε εκδίκηση. Μόνο εικονικές γκόμενες και μια υπόσχεση ψευδαίσθησης στο matrix. Και φυσικά υπάρχει εκείνη η σκηνή. Προφανώς εκείνη η σκηνή. Που ακόμα και αν είσαι 14 χρονών και η ανδρεναλίνη σου  έχει βαρέσει κόκκινο από τον συνδυασμό Prodigy, NIN και πιστολάτο kung fu με στενά δερμάτινα (καλύτερο δεν ξέρω αν γίνεται), σου κάθεται άσχημα. Τρεις άνθρωποι, ο ένας δίπλα στον άλλο, σχεδόν στη σειρά, σε ένα δωμάτιο ενός ουρανοξύστη, ένα ελικόπτερο απ'έξω, random πυροβολισμοί από μυδραλιοβόλο που φτύνει τους κάλυκες σε slow motion σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του δωματίου, όλα σπάνε και διαλύονται αλλά ούτε μια σφαίρα δεν ακουμπά τον τύπο στο κέντρο του δωματίου. Fail.

Εντάξει, το να σταθεί κάποιος σε τέτοια fail θα ήταν μάλλον κομπλεξισμός. Αλλά η απόσταση ανάμεσα σε μια cool ταινία με ωραίο κόνσεπτ και σε ένα ''φιλοσοφημένο sci-fi κινηματογραφικό μανιφέστο'' είναι πολύ μεγάλη για να την περνάς με τον Keanu Reeves. Το πρώτο matrix αποτελεί μια συρραφή διαφόρων (δανεικών και χλιαρά διατυπωμένων) ιδεών κάτω από την ομπρέλα της cyberpunk φιλοσοφίας. Άφησε ωστόσο το χνάρι μιας ανανέωσης (και τεχνικά και με όρους εμπορικότητας και σε διάφορους κλάδους), αλλά άφησε και μια σειρά κακών παρακαταθηκών στην συλλογική κουλτούρα:

1. Έβγαλε δυο sequel που το τράβηξε και ψόφησε
2. Ανανέωσε την καριέρα του Keanu Reeves, το αντρικό ανάλογο της Kristen Stewart στα 90's και τον ορισμό του poker face πριν αυτό γίνει cool. Οριακά τον έκανε και γκόμενο.
3. Οδήγησε στον εκφυλισμό της έννοιας σφαίρα, μιας και συνεχώς έκτοτε κάθε λογής τυπάς αποφεύγει σφαίρες σε slow motion.
4. Οδήγησε σε random τύπους να κυκλοφορούν με μαύρο γυαλί και attitude σε random μέρη και καταστάσεις.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012 0 σχόλια

Skhizein (2008)

Ο ''ανθρωπάκος'' αποστασιοποιείται 91 εκατοστά από την πραγματική του θέση ύστερα από το χτύπημα ενός μετεωρίτη και προσπαθεί να ''οργανώσει'' την νέα του ζωή και ύστερα να βρει τρόπο να επανέλθει. Το μικρού μήκους animation του Jeremy Clapin ξεκινάει με τον σουρεαλισμό και την ανάλογη αισθητική (εξαιρετική) και σε πρώτη ανάγνωση περιγράφει την σταδιακή καταβύθιση (κυριολεκτικά στο έργο) στην σχιζοφρένεια (skhizein) και την απομάκρυνση από τον εαυτό.

Στην πορεία, προσπαθεί να ξαναβρεθεί στην τροχιά ενός μετεωρίτη, ο οποίος δυσχαιρένει ακόμα περισσότερο την θέση του και την συνολική του αποστασιοποίηση. Την ίδια στιγμή, ο ψυχίατρος, από την δική του οπτική γωνία, τον βλέπει φυσιολογικά (είναι μετατοπισμένος 91 εκ προς τα δεξιά, αλλά στο ίδιο ύψος του ντιβανιού). Η προσπάθεια προσαρμογής του καταλήγει τελικά στην μοναξιά, περίπου 1,5 μέτρο κάτω από το έδαφος.

Σε δεύτερη ανάγνωση, είναι ο φόβος του υπαρξιακού θανάτου (μετεωρίτες, τέλος του κόσμου) που εντείνεται από την μοναξιά του ''ανθρωπάκου'' και την σφιχτή ''οργάνωση'' της ζωής του την οποία επικαλείται για να λύσει το παράδοξο πρόβλημά του. Οι υπαρξιακές ανυσηχίες είναι πάντα μια υπαρκτή διαπάλη- η ένταση και η μορφή τους όμως επικαθορίζεται από την σχέση του ατόμου με το περιβάλλον του και από τις συλλογικές αναπαραστάσεις του περιβάλλοντος αυτού. 

Σε κάθε περίπτωση, μια πολύ όμορφη και αξιόλογη δουλειά. Εδώ είναι ολόκληρο, 13 λεπτά: 
   









Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012 0 σχόλια

Young Adult (2011)

O Jason Reitman είναι γιος του Ivan Reitman, ο οποίος είναι γνωστός για μια κορυφαία στιγμή της κωμωδίας (Ghostbusters) και έκτοτε γνωστός για την σταδιακή εγκατάλειψη του καλού γούστου με κορυφαία στιγμή το (2011 και αυτό) ''No strings attached'', όπου πέρα από χασμουρητά προκάλεσε και αισθητικό ζήτημα καθώς έβαλε την Νάταλι Πόρτμαν (αμέσως μετά τον Μαύρο Κύκνο) δίπλα στον...Άστον Κούτσερ. Ο γιος του πάντως, από την στιγμή που ξεκίνησε (το Young Adult είναι η 4η ταινία) φαίνεται να αντιλαμβάνεται την κωμωδία με διαφορετικούς όρους: Το πανέξυπνο Thank you for smoking, το εύστοχο Juno και το γλυκόπικρο Up in the air είναι σίγουρα στην αξιόλογη πλευρά του αμερικάνικου κινηματογράφου. 

Το Young Adult θα μπορούσε να θεωρηθεί ρομαντική κομεντί (sic) ή μάλλον μια κριτική πάνω στις ρομαντικές κομεντί. Η υπόθεση είναι άλλωστε αρκετά γνωστή: Μια όμορφη και -σχετικά- επιτυχημένη γυναίκα, σε μια καμπή ηλικιακή και πνευματική (η Σαρλίζ Θερόν. Την ξέρουμε για διάφορα πράγματα, αλλά κυρίως και για μια από τις πρώτες εμφανίσεις της. Διάλειμμα:) 
...
Κάτι έλεγα. 
Α, ναι, ότι η Σαρλίζ Θερόν είναι μια όμορφη και σχετικά επιτυχημένη γυναίκα, που ζει στην Μινεάπολη, και που μια μέρα αποφασίζει να επιστρέψει στην κωμόπολη που μεγάλωσε για να ξαναβρεί και να διεκδικήσει τον πρώτο της έρωτα (αφορμή για αυτό είναι η φωτογραφία του νεογέννητου παιδιού του, που φτάνει στο mail της). Ή για την ακρίβεια, να τον ξανακερδίσει πίσω. Η συνταγή είναι γνωστή από άλλες ρομαντικές κομεντί- ο γάμος του καλύτερου της φίλου και άλλες ιστορίες με νευρωτικές αντροχωρίστρες. Αλλά σε αντίθεση με την αναίτια κατίνα Τζούλια Ρόμπερτς και τον ψεύτικο κόσμο με τους gay φίλους που τραγουδάνε, τις κλαψιάρες παράνυφες και το overdose από στερεότυπα και γενικώς χασμουρητά, εδώ το ζουμί (και το βασικό ατού της ταινίας) είναι ότι η ''ρομαντική κομεντί'' υφίσταται ακριβώς και μόνο επειδή η Σαρλίζ ζει ακόμα σε έναν ψευτοεφηβικό, οριακά ανισόρροπο κόσμο (που όλα αυτά χωράνε), και η ''αγάπη'' με όρους κακής σαπουνόπερας υπάρχει ακριβώς επειδή δεν μπορεί να ορίσει τον εαυτό της παρά μόνο μέσα από φαντασιακά σενάρια. Το μύνημα στην Τζούλια και κάθε πιθανή ηρωίδα είναι απλό:  Get a life.

Φυσικά, (σπόιλερς) όλα πάνε ρεαλιστικώς στραβά, και η τύπισσα όχι απλά τρώει χυλόπιτα αλλά γίνεται και ρόμπα. Και γενικώς η ταινία ακολουθεί το μοτίβο της ''συνειδητοποίησης''. Νιώθεις ότι κάπου θα υπάρξει η αυτογνωσία και η αγαπητή Σαρλίζ θα μεγαλώσει και θα βρει τον εαυτό της. Κάπως έτσι γίνεται: Ομολογεί προς το τέλος, σε έναν άλλο παλιό συμμαθητή, που την ρωταει ''γιατί αυτόν;'', ότι ''την ήξερε όταν ήταν στα καλύτερά της'', δηλαδή όταν ήταν ακόμα prom queen στο σχολείο, η ζωή δεν είχε εμφανιστεί, δύσκολη και απαιτητική καθώς είναι, όλα ήταν απλά. Όπου να 'ναι, θα έρθει το happy end με την Σαρλίζ ώριμη γυναίκα, έτοιμη να αντιμετωπίσει τον κόσμο (όπως η ηρωίδα στο βιβλίο που γράφει).

Το καλύτερο απ'όλα όμως, σε αυτήν την γενικώς μέτρια ταινία, είναι ότι ούτε αυτό συμβαίνει. Η Σαρλίζ συναντά μια άλλη παλιά συμμαθήτρια, wannabe θαυμάστρια, ακριβώς στο σημείο που είναι έτοιμη να κάνει την τομή. Αυτή όμως, της προσφέρει ξανά την ψευδαίσθηση. ''Εσύ'', της λέει, ''έχεις πάει στην μεγάλη πόλη, είσαι όμορφη, διάσημη, πετυχημένη. Όλοι εδώ είναι ηλίθιοι''. Η Σαρλίζ συνέρχεται και η ταινία κλείνει με την εντύπωση ότι θα συνεχίσει στον μικρό ανισόρροπο κόσμο της, αναμένοντας και άλλα φαντασιακά σενάρια να ορίσει τον εαυτό της. Απλά χρειαζόταν έναν ακόμα που έχει μείνει εκεί, σε αυτόν τον κόσμο, να της θυμίσει ότι μπορεί να είναι αντικείμενο θαυμασμού για την εικόνα της και μόνο.

Πέρα από τις ιδέες, η ταινία είναι καλογραμμένη, η σκηνοθεσία ακολουθεί την συνταγή  του ''μην το λες, δείξτο'' αρκετά καλά, είναι κάτι διαφορετικό από τις επαναλαμβανόμενες κοινοτοπίες που ορίζονται ως ρομαντικές κομεντί και η Σαρλίζ είναι όπως πάντα γκομενάρα (και σε κόντρα ρόλο). Προσφέρεται ως το αντίπαλο δεος στο overload των chick rom-com, για νυχτερινά ραντεβού με ταινία, αλλά μέχρι εκεί. Για τον σκηνοθέτη, θα πρότεινα καλύτερα το thank you for smoking.

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012 0 σχόλια

Η Ασημένια Θάλασσα (full)

download pdf


Μετά από διορθώσεις και αρκετές τροποποιήσεις, ολοκληρωμένο (όχι πια σε ενότητες). Λίγα λόγια για την υπόθεση:


Θα έλεγε κανείς ότι παρατηρείται μια στροφή στην ευρύτερη θεματική του ‘’τέλους των ημερών’’ εκ νέου στην λεγόμενη ‘’εμπορική’’ τέχνη, με μια πληθώρα ταινιών και μυθιστορημάτων που πραγματεύονται αυτόν τον αρχέγονο και μεταφυσικό μαζικό τρόμο. Δεν έχω σταθεί ιδιαίτερα ούτε έχω βρει το χρόνο να βγάλω μια γενική άποψη για το πως πιάνεται πλέον το θέμα, αλλά ήταν η απαραίτητη ώθηση να για να ξαναεπισκεφτώ μια ιστορία που άρχισα να πειραματίζομαι περίπου τέσσερα με πέντε καλοκαίρια πριν, όταν διαβάζοντας σε μια νύχτα το αριστούργημα του Κόρμακ ΜακΚάρθυ, ‘’Ο Δρόμος’’ είδα το ‘’τέλος των ημερών’’ ως το πιο αφαιρετικό τέλος ενός ολόκληρου (δυτικού) κόσμου στο βασικό του κέντρο-τον άνθρωπο.
Η πρώτη μορφή της ιστορίας όπως την έγραψα τότε αποτελούσε ένα κράμα μεταφυσικού και περιπέτειας, περισσότερο ως μια δοκιμή πάνω στην αποτύπωση μιας ζοφερής πραγματικότητας και την αναζήτηση ενός προορισμού. Αργότερα, κατάλαβα ότι η ουσία του προορισμού αποτελεί το πραγματικό σύμβολο για την αλληγορία της ιστορίας: Σε τελική ανάλυση, τι αναζητάμε; Σε τελική, τελική ανάλυση, πόσο πραγματικό νόημα έχουν οι αναζητήσεις του Ατομικού ανθρώπου μπροστά στην έρημο του πραγματικού και πόσο μπορούν να πραγματωθούν κρατώντας απόσταση από τον Συλλογικό άνθρωπο;
Ξαναεπισκέπτομαι την ιστορία αυτή με σκοπό να δώσω στον κεντρικό ήρωα υπόσταση και παρελθόν καθώς μέχρι εκείνη την στιγμή απλώς αναλογιζόμουν τις επιλογές της εγκατάλειψης της ανθρωπιάς μόνο εκ των υστέρων της καταστροφής. Αλλά ακόμα και αυτές έχουν τις ρίζες τους στον πραγματικό κόσμο του ‘’πριν’’ και επιπλέον, μπορεί οι συνθήκες να αλλάζουν,αλλά τα κριτήρια που δρομολογούν επιλογές αποτελούν ίσως την μόνη σταθερά. Η πορεία του μάλιστα ακολουθεί μια διαλεκτική σειρά: Γέννηση-εφηβεία-ενηλικίωση-πραγματικό τέλος-τυπικό τέλος με το μεγαλύτερο βάρος να δίνεται στην κατα Λακάν μετάβαση από το πραγματικό και τυπικό τέλος, την ενδιάμεση εκείνη κατάσταση της απεριόριστης απαίτησης και τυφλής ενόρμησης, που χωρίζει αυτήν την στιγμή τον Ατομικό άνθρωπο από το οριστικό του τέλος. Επιπλέον, το τέλος των ημερών συνεπικουρεί στην απογύμνωση ‘’οικουμενικών’’ και ‘’υπερκοινωνικών’’ εννοιών, που συχνά αντιμετωπίζονται μακριά από το πλαίσιο των συνθηκών στις οποίες στην πραγματικότητα εδράζονται: Ο έρωτας, η φιλία, η αγάπη, ο φόβος, η ασφάλεια, η ηθική-κυρίως η τελευταία ως το αποκούμπι του ανθρώπινου πολιτισμού μπροστά στην παρακμή που δρομολογεί στον εαυτό του και την φύση.
Εδώ η αφήγηση γίνεται σε πρώτο και σε τρίτο ενικό, που συχνά διαστραυρώνονται και αλληλοδιαπλέκονται, σε μεταβάσεις μεταξύ του υποκειμένου και του αντικειμενικού. Σε αντίθεση με τις ‘’Ημέρες...’’, εδώ ο βασικός πυρήνας μιας ιστορίας έρωτα, δεν ακολουθεί τους δυο πόλους του, στη σύγκρουση και ένωση τους. Αντίθετα παρακολουθεί τον ένα στην αναζήτηση του άλλου, που τελικά, απομακρύνεται από την κλασσική μορφή του και μετατρέπεται σε έναν, περισσότερο αφηρημένο, ιδεότυπο μιας παραμονής στην παλιά κανονικότητα- μιας (αυτό) συντήρησης.
Η επικαιρότητα της εκ νέου επίσκεψής μου σε αυτήν την ιστορία είναι βέβαια προφανής: Ο δρόμος της ατομικής επιβίωσης αρχίζει και γίνεται μια αναδυόμενη κοινωνική τάση, σε μια χώρα που αποσυντίθεται εκ των έσω και δρομολογεί το τέλος του μέλλοντός της. Τουλάχιστον εδώ, στην έρημο του δικού μας πραγματικού και στα δικά μας αποκαίδια, έχουμε την ζωντάνια των πλατειών, τον ηρωισμό των σωματείων, την αισιοδοξία των δρόμων και το νέο που γεννιέται εις βάρος του παλιού και φέρνει με εκρηκτικό τρόπο στο προσκήνιο την Ιστορία. Ας ελπίσουμε –διεκδικήσουμε- ότι αυτό δεν είναι πάχος από την λαιμαργία του δυτικού κόσμου, αλλά προχωρημένος μήνας της εγκυμοσύνης της.
0 σχόλια

Chronicle (2012)

Το είδος found footage ήταν το 1999 μια εξαιρετική ιδέα ανανέωσης του θρίλερ τρόμου και πέτυχε διάνα με το Blair Witch Project. Το είδος found footage ήταν, από το 2005 και έπειτα, ένα ήδη κουρασμένο είδος με λίγες αξιόλογες ταινίες όπως το REC (το ισπανικό) και ίσως το πρώτο Paranormal Activity. Άντε και το Cloverfield που ανανέωσε μόνο τον Godzilla. Στην πραγματικότητα, το βασικό πρόβλημα που τέθηκε παραπλεύρως στο BWP δεν απαντήθηκε ποτέ ουσιαστικά: Γιατί, όταν τα ζόμπι, τα τέρατα, οι εξωγήινοι, οι δολοφόνοι, ο σατανάς και όποιος άλλος, γιατί, γιατί να τραβάς με κάμερα; 

Θεωρώ ότι ο Josh Trank και ο Max Landis, 26αρηδες και οι δυο, είχαν στο μυαλό τους να πουν μερικά καινούρια πράγματα: Για αρχή, να αποφασίσουν ότι από ένα σημείο και μετά, δεν είναι δυνατόν να τραβάει κάποιος, και έτσι η κλιμάκωση του φινάλε δεν είναι πλέον από την κάμερα κανενός αλλά ένα κολλάζ από διάσπαρτα found footage: Κάμερες τροχαίας, κινητά, κάμερες καταστημάτων, τηλεοπτικές και ότι άλλο. Βέβαια, αυτό αναιρεί την ιδέα του found footage (ποιος μόνταρε με τέτοιο συγχρονισμό το υλικό;) και κάπως χάνεται η ακριβής φυσιογνωμία της ταινίας. Επιπλέον, αποφάσισαν ότι το να βρεθεί ακόμα ένας ''κακός'' ενώ έχουν δοκιμαστεί όλα (όλα όμως) δεν έχει τόσο νόημα- ας μπλέξουμε λίγο το found footage με την μόδα των καιρών, τους σούπερ ήρωες. Τέλος, ας κάνουμε κακό, αυτόν που τραβάει με την κάμερα. Έξυπνο. 

Έτσι έχουμε δυο τρεις καλές ιδέες, οι οποίες τώρα μπορούν να φορτωθούν πάνω τους όλο το βάρος όλων των πιθανών κλισέ: Μια παρέα τριών φίλων, που έγιναν φίλοι επειδή βρήκαν ένα λάκκο, που μέσα στο λάκκο είχε ένα κάτι, το οποίο ένα κάτι τους έδωσε τηλεκινετικές, φαινομενικά απροσδιόριστου μεγέθους, δυνάμεις. Ο ένας, είναι όλα τα κλισέ του κακότυχου, καταφρονεμένου έφηβου. Μαζεμένα στην συσκευασία του ενός. Δεν του μιλάνε τα κορίτσια. Τον κακοποιεί ο μέθυσος πατέρας του. Η μητέρα του είναι άρρωστη και χρειάζεται λεφτά να ζήσει. Τον χτυπάνε οι νταήδες. Αποφασίζει να εκφράσει την εσωτερική του οργή τραβώντας το παραμικρό με μια κάμερα, σαν ''την ασπίδα του, το φίλτρο του με τον έξω κόσμο''. Duh. O άλλος, είναι ο δημοφιλής, about-to-be πρόεδρος του εκεί δεκαπενταμελούς (αλλά πιο big deal) που είναι γενικά πολύ γαμώ τα παιδιά γιατί πέρα από την βιτρίνα κρύβει και ένα πολύ καλό παιδί, που αγαπάει και τον πρώτο, τον καταφρονεμένο. Ο τρίτος, είναι κάπως ενδιάμεσος και αδιάφορος, ίσως ο πιο ώριμος και υπεύθυνος, που αγαπάει ένα κορίτσι το οποίο είναι λίγο tease και λίγο πιο έξυπνη από το μέσο όρο και έτσι δεν του κάθεται με τη μια. 

Τέλος πάντων, αυτοί οι τρεις πλέον έχουν δυνάμεις. Σε αυτό το σημείο, οι Trank και Landis προσπαθούν να φτιάξουν τον Peter Parker στην ''πραγματική ζωή'' και αρχικά το καταφέρνουν: Ο θείος Ben ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος- ο πατέρας του κάμεραμαν δεν είναι καθόλου. Ο πρώτος έμαθε στον Spiderman ότι έχει και μεγάλη ευθύνη με τις μεγάλες δυνάμεις, ο τελευταίος μαθαίνει στον μικρό ότι η μεγάλη (/ύτερη) δύναμη είναι μια μορφή εξουσίας και αυτοικανοποίησης. Πολύ απλά, ο μικρός, όταν αποκτά δύναμη, δεν νιώθει ευθύνη- νιώθει απλά ότι τώρα μπορεί να εκδικηθεί έναν κόσμο που ως δυνατότερος στον παρελθόν, τον είχε συνθλίψει. Τώρα ήταν η σειρά του. Κάπως έτσι, κλιμακώνεται αργά και σταθερά το έργο στο τελικό του αλαλούμ, όπου όντας ο πιο δυνατός από όλους διαλύει σχεδόν το κέντρο της πόλης του και γενικά κάνει διάφορα throughout, αποτελέσματα μιας καταπιεσμένης οργής. 

Τα κόλπα που κάνουν στην αρχή είναι ένα κάπως εύλογο καλαμπούρι (δεν φοράνε στολή με τη μια, σώζοντας αθώα θύματα, που είναι μια επιλογή κάπως ακραία) και ''σκηνοθετημένο'' έξυπνα. Τα ειδικά εφέ (που έχει πάρα, πάρα πολλά) ''κολλάνε'' με το found footage και δεν ξενίζουν, όπως έγινε με τον Godzilla του Cloverfield. Στιγμές τρόμου δεν υπάρχουν, αν και η καταβύθιση του μικρού στην παράνοια έχει κάποιες αγχώδεις στιγμές. Αναφορές σε ταινίες τρόμου υπάρχουν μπόλικες, ενώ μερικές σκηνές είναι πράγματι φρέσκες και καλοστημένες (στην αρχή, που γνωρίζουν τις δυνάμεις τους) αν και αποδεικνύεται γρήγορα ότι τα παλικάρια πέρα από απουσία ευθύνης για την μεγάλη τους δύναμη, δεν έχουν και φαντασία. Δηλαδή μπορεί εν δυνάμει να κάνεις τα πάντα, και επιλέγεις απλά να κουνάς αμάξια στα πάρκινγκ και να κουνάς κουκλάκια στα σούπερ μαρκετ; Ή ακόμα χειρότερα, επιλέγεις να κάνεις τον μικρό δημοφιλή με το να κάνει μαγικά κόλπα στο σχολείο; Βαρετό, βαρετό, βαρετό. Σηκώστε μια φούστα! Κλέψτε λεφτά! Ξεβρακώστε ένα μπάτσο! Πηγαίνετε πετώντας στην Καραϊβική! Κάντε καμιά φάρσα! Γίνετε διάσημοι! Η ταινία θα μπορούσε, με βάση αυτά που κάνουν αφού αποκτούν δυνάμεις, να έχει κάποιο σχόλιο για τα θέματα που ψιλοθέλει να θίξει: Την κοινωνικοποίηση του youtube, την νεανική και οικογενειακή βια και ότι άλλο. Αντιθέτως, έχει μερικά ανέμπνευστα τρικ που οδηγούν στο τελικό παραλήρημα του πιτσιρικά, που όταν πεθαίνει τελικά η μητέρα του κάνει ένα μακελειό άνευ προηγουμένου. Εκεί, όπως είπαμε, παρά την όμορφη χορογραφία, η ταινία δεν είναι πια found footage αλλά ένα περίεργο υβρίδιο κανονικής ταινίας με πολλαπλά είδη κάμερας. Αν ήταν όλο έτσι, θα ήταν μια πρωτότυπη ιδέα. Τώρα είναι κάτι εμβόλιμο και ξένο με ότι γινόταν μια ώρα πριν. 


Ο πιτσιρικάς (Dane DeHaan) πάντως τα ψιλοκαταφέρνει να πείσει και μοιάζει με τον DiCaprio που θα επέλεγε ο Κρόνενμπεργκ. Είχε ξεκινήσει από την πολύ καλή τηλεοπτική σειρά In treatment και μετά και το Chronicle αρχίζει και εμφανίζεται σε πιο μεγάλα χαρτιά, όπως το επερχόμενο Lawless με τον Tom Hardy. Η ταινία μάλλον θα πρέπει να θεωρείται από τις καλές του είδους, αλλά μιλάμε για ένα είδος τόσο κουρασμένο που οι καλύτερές του είναι μάλλον μέτριες, περισσότερο για οικιακό παρά για κινηματογραφικό χαζολόγημα. 
Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012 0 σχόλια

Fracture (2007)

Υπάρχουν 1-2 πράγματα που μου άρεσαν στο Fracture του Gregory Hoblit, ενός σκηνοθέτη κυρίως τηλεοπτικών σειρών που έφτιαξε κάποτε το υπερτιμημένο Primal Fear και έκανε όνομα τον Edward Norton: 

1. Είχε μια φρέσκια ιδέα για ένα κουρασμένο είδος του αστυνομικοδικαστικού θρίλερ, που κυρίως βασίζεται πάνω σε μαζικά βιβλία από συγγραφείς όπως ο Grisham. Το τέλειο έγκλημα, για το Fracture,  δεν είναι αυτό που κανείς δεν μπορεί να βρει τον ένοχο. Είναι το έγκλημα που όλοι ξέρουν τον ένοχο αλλά δεν μπορούν να το αποδείξουν, γιατί ο ένοχος έχει σκεφτεί 10 βήματα μπροστά. Λίγο Harold Pinter και Sleuth (η ταινία που προέκυψε από το θεατρικό είναι ultra-fail) λίγο Hitchock και A perfect Murder με λίγο παραπάνω δικαστήριο. Το tagline είναι ένα από τα καλύτερα: ''I killed my wife. Prove it''. 

2. O Anthony Hopkins που αν ξέρει κάτι καλύτερα από όλα να κάνει, είναι να προσωποποιεί τον συνειδητά παρανοϊκό. Όχι γενικώς τον παρανοϊκό, αλλά αυτόν που με λογική και καθαρό μυαλό καταλήγει στην παράνοιά του. Με το ίδιο κόλπο κατάφερε να εμφανιστεί για μόλις 8 λεπτά σε μια ταινία δυο ωρών και να αποτελέσει έναν από τους κορυφαίους villains της μυθολογίας του κινηματογράφου των 90's (και ύστερα το διέλυσε λίγο με το Haniball αλλά δεν φταίει αυτός). Μαζί του, ο Ryan Gosling, που η ιστορία έδειξε ότι ήταν κάτι ανάλογο με το breakthrough του Edward Norton στο Primal Fear. Σε αντίθεση βέβαια με τον Norton, που έγινε γνωστός με τη μια, ο Gosling είχε ήδη δείξει δείγματα στο εξαιρετικό, υποτιμημένο Half Nelson ένα δυο χρόνια πριν. 

Ανοίγοντας μια παρένθεση πριν τα spoilers, να πω ότι ποτέ δεν ήμουν φαν της αναζήτησης ''αληθοφάνειας'' ή της ανάδειξης του αντιθέτου στις ταινίες. Δεν με νοιάζει αν μπορεί μια ακτίνα φωτός να είναι πεπερασμένη στα light sabers, δεν με πειράζει που οι βελοσιράπτορες είναι αρκετά πιο κοντοί και έχουν πούπουλα, το λιγότερο που με ενδιαφέρει είναι το αν ο Bruce Wayne ''επέστρεψε πολύ σύντομα μετά το σπάσιμο της μέσης του''. Και για να το προχωρήσω, δεν με νοιάζει στο ελάχιστο το γεγονός ότι πολύ απλά, το σχέδιο του Kaiser Soze δεν έχει καμία αληθοφάνεια- στην ταινία και τους ιδιαίτερους μηχανισμούς της, στέκει μια χαρά, όπως ακόμα και το γεγονός ότι ο Bruce Willis είναι φάντασμα. Θα πει κάποιος: η σύγχρονη παραγωγή έχει θεοποιήσει την ''ανατροπή'', φτιάχνοντας ένα ολόκληρο είδος- Ταινίες με twist-in-the-end. ΟΚ. Καταλήγει να είναι τόσο αναμενόμενο, που θεωρείται ανατροπή όταν πολύ απλά, στο τέλος, δεν συμβαίνει τίποτα το ανατρεπτικό. ΟΚ και σε αυτό. Αλλά το ερώτημα είναι αλλού: Μια ανατροπή, για να είναι πετυχημένη, έχει ανάγκη το στήσιμό της, την πλοκή που θα οδηγήσει σε αυτήν. Το Fracture μοιάζει τόσο ενθουσιασμένο με την ιδέα του, τους ηθοποιούς του και την ''ανατροπή'' που ετοιμάζει, που φαίνεται να ξεχνάει όλα τα υπόλοιπα. Για την ακρίβεια, προκαλεί την εστίαση σου στο σωρό παραλογισμού που λαμβάνει χώρα σε αυτό το έργο. Και πάμε στα spoilers: 

Ο Άντονι Χόπκινς σκοτώνει την γυναίκα του επειδή τον απατά. Το κάνει με κρύο αίμα και σιγουριά. Πυροβολάει και στο ταβάνι (ποτέ και κανείς δεν κατάλαβε ή δεν εξήγησε γιατί το έκανε αυτό). Ύστερα πλένεται. Ύστερα έρχεται ο μπάτσος. Καταλαβαίνουμε αμέσως ότι ο μπάτσος είχε σχέση με την γυναίκα του. Ο Άντονι Χόπκινς ομολογεί ότι την σκότωσε. Ο μπάτσος τον συλλαμβάνει. Περνάμε στον Ryan Gosling, ένα γιάπη εισαγγελέα που ετοιμάζεται να γίνει μέλος μιας μεγάλης εταιρίας και αναλαμβάνει την τελευταία του υπόθεση με το μυαλό του αλλού. Δικαστήριο. Ο Άντονι Χόπκινς έχει το βλέμμα του Χάνιμπαλ Λέκτερ και δηλώνει ότι θα υπερασπιστεί μόνος του τον εαυτό του. Πάμε σε δίκη. Λίγο πριν την δίκη και αφού ο Ryan Gosling πάρει μια γεύση από το νέο του γραφείο, αρχίζει και καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά: Το όπλο που βρέθηκε δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ και οι κάλυκες που βρέθηκαν δεν του ανήκουν. Ο Άντονι Χόπκινς έχει σχέδιο και δείχνει σίγουρος. Πάμε στη Δίκη. Ανατροπή. Ο Άντονι Χόπκινς δηλώνει ότι ο μπάτσος που τον συνέλαβε ήταν ο εραστής της γυναίκας του. Ο κόσμος καταρρέει, ο Gosling χρειάζεται να πηδήξει μια υπάλληλο της εταιρίας για να τον ''κρατήσει'' αυτή και να μην τον διώξουν πριν καν τον προσλάβουν, ο Άντονι Χόπκινς συνεχίζει το σχέδιό του και ζητάει να αφεθεί ελεύθερος,  αφήνεται ελεύθερος και ο Ryan Gosling χάνει όλες τις δουλειές του μαζί και την υπόθεση.

Κάπου εκεί αρχίζουν οι ''δικηγορίστικες ανατροπές'' αλλά από ένα σημείο και μετά έχει χαθεί η μπάλα. 

πρέπει να βάλουμε ένα love story και να κάνουμε ένα
φενιμιστικό σχόλιο
Όλο το ''σχέδιο'' του Άντονι Χόπκινς έπρεπε να βασιστεί στα εξής: Ότι πρώτον, θα έχει ίδιο όπλο με τον μπάτσο που πηδάει την γυναίκα του. Έστω ότι το αγόρασε. Ότι ο μπάτσος που θα έρθει για να ερευνήσει τους πυροβολισμούς θα είναι αυτός που πηδάει την γυναίκα του. Έστω ότι ήταν αναμενόμενο. Ότι ο μπάτσος, ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΙ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ότι πηδούσε την γυναίκα του κατηγορούμενου, και θα φέρεται αντιδεοντολογικά (πηγαίνει στην ανάκριση κλπ κλπ) σε όλη την διάρκεια του έργου. Και όλα αυτά για μια γυναίκα, για την οποία ομολογεί ότι δεν ήξερε πως την λένε αλλά ένιωθε ότι ήταν ''πραγματική αγάπη''. Πιο cheesy δεν γίνεται. Όχι απλά δεν θα το πει, αλλά δεν θα έχει πάρει μυρωδιά ότι ο Χόπκινς το ξέρει. Βέβαια, όταν μπήκε σπίτι του, είδε το πτώμα της (δεν πέθανε βέβαια αλλά έπεσε σε κώμα) και άρχισε να κλαίει στα πόδια της, αλλά αυτό το κάνουν οι μπάτσοι, όλα φυσιολογικά. Θα βασιστεί επίσης και στο άλλο, πιο παράλογο και από τον ίδιο: Στο γεγονός ότι επειδή δεν βρέθηκε το όπλο και επειδή ο μπάτσος σχετιζόταν με το θύμα, το νομικό σύστημα της Αμερικής ΑΓΝΟΕΙ το ότι έγινε απόπειρα δολοφονίας και υπερασπίζεται τον κατηγορούμενο στα αιτήματά του για να αφεθεί ελεύθερος. Για την ακρίβεια, ΑΓΝΟΕΙ όλο το παράλογο της υπόθεσης: Δηλαδή το γεγονός ότι η γυναίκα του τον κεράτωνε, δεν δίνει και το αναγκαίο, εμ, ΚΙΝΗΤΡΟ για τον φόνο; Ο Χόπκινς ΟΜΟΛΟΓΗΣΕ ότι τους παρακολουθούσε με ντεντέκτιβ. Και έστω, δεν το δίνει. Δεν δίνει ΟΥΤΕ την υποψία ότι μπορεί τελικά να το έκανε ο άλλος; Δεν υποψιάζεται κανείς τον μπάτσο; Τίποτα; Απλά έπεσαν πέντε πυροβολισμοί σε ένα σπίτι και αφού δεν έχουμε στοιχεία δεν φταίει κανείς; Πολλά ακόμα οδήγησαν στο εκπληκτικό αποτέλεσμα: Ο Άντονι Χόπκινς ζητάει να σταματήσει η δίκη στη μέση της δίκης και ύστερα πηγαίνει στο νοσοκομείο και με κάθε νόμιμο τρόπο αφαιρεί τα όργανα που κρατάνε την γυναίκα του στη ζωή και αυτή πεθαίνει.  

Μετά όλα συμβαίνουν στα γρήγορα: Ο Ryan Gosling μεταμορφώνεται σε έναν ιδεαλιστή και στρατευμένο στην Δικαιοσύνη -άνεργο- δικηγόρο με αξίες και ιδανικά. Πηγαίνει στο νοσοκομείο και απαγγέλλει ποιήματα στην γυναίκα του Χόπκινς. Προσπαθεί να την σώσει με δικαστική εντολή, η οποία δικαστική εντολή αφήνει αδιάφορους τους μπάτσους που δεν τον αφήνουν να πλησιάσει. Επειδή έτσι. Ο μπάτσος αυτοκτονεί μετά την απόφαση της αθώωσης επειδή ήταν τόσο μεγάλος ο έρωτάς του με την γυναίκα που δεν ήξερε πως την λένε. Ο Ryan Gosling αποκτά εμμονή με το να νικήσει τον Hopkins, γιατί είναι winner, όπως μας λένε και ξαναλένε διάφοροι χαρακτήρες, αφήνει μούσι και ξημεροβραδιάζεται στο αστυνομικό τμήμα. Α, και φυσικά, τον παρατάει και η δικηγορίνα της νέας εταιρίας του επειδή έτσι είναι οι καριερίστες πετυχημένες γυναίκες- δεν έχουν συναισθήματα αν δεν είναι προϊστάμενές σου. (Βασικά, όλες οι σκηνές με αυτήν, αν δεν υπήρχαν, δεν θα άλλαζε τίποτα στο έργο). Συνεχίζει να τον κυνηγά παρά το γεγονός ότι ξέρει, χάρη στο γνώριμο και σε πολλές ταινίες χρησιμοποιημένο double jeopardy, ότι δηλαδή δεν μπορείς να καταδικαστείς για το ίδιο θέμα που έχεις δικαστεί στο παρελθόν. Αυτό θα ξεπεραστεί με ένα άλμα λογικής: 

Spoiler των spoilers (η ανατροπή δηλαδή): Ο Gosling θα καταλάβει το ''κόλπο''. Ο Χόπκινς είχε αλλάξει τα πιστόλια με τον μπάτσο που πηδούσε την γυναίκα του. Το τόσο αναγκαίο όπλο για την ενοχή του ήταν στο μηρό του μπάτσου από την αρχή. Θα διασταυρώσει και τους κάλυκες, έξοχα. (Ακόμα και έτσι, ξαναρωτάω: Γιατί δεν το έκανε ο μπάτσος;;; Επίσης, τα κάθε λογής CSI δεν μπορούν να αναγνωρίσουν κάλυκες υπηρεσιακού όπλου ή τα όπλα των μπάτσων είναι random; Έστω). Θα το πει στον Hopkins, αυτός θα του θυμίσει το double jeopardy, αλλά ο Gosling θα τον αποτελειώσει: Στην αρχή είχε κατηγορηθεί για attempted murder, τώρα κατηγορείται για murder. Έξοχα. Ο Χόπκινς θα πάει φυλακή. Ρωτάω εγώ όμως: Με το όπλο -που ανακαλύφθηκε εκ των υστέρων- ο Χόπκινς δεν έκανε ποτέ murder. Έκανε attempted murder. Murder, νομικά, δεν έγινε ποτέ, καθώς εντελώς νόμιμα της αφαίρεσε την υποστήριξη ζωής.  Άρα, ακόμα και έτσι, δεν στέκει. 

Όλη η ταινία είναι έτσι ακριβώς. Δεν στέκει. Έχουν υπάρξει ακόμα πιο παράλογα, αλλά στέκουν. Ή τουλάχιστον, το γεγονός ότι δεν στέκουν, δεν σου τραβάει τόσο την προσοχή βλέποντας τα. Η συγκεκριμένη ταινία θα μπορούσε να είναι μισής διάρκειας και πιστεύω ότι δεν υπήρχε λόγος να κερδίσει σε τελική ανάλυση ο Ryan Gosling. Θα μπορούσε να τιμωρηθεί που έβαλε την καριέρα πάνω από το στοιχειώδες σύστημα αξιών του (που αποδείχτηκε εν μια νυκτί ότι έχει). Θα μπορούσε να επιβραβευτεί ο Hopkins για το σχέδιό του. Με αυτά και μόνο, θα μπορούσες να κάνεις ένα χάρτινο θρίλερ οριακά να φαντάζει ως κριτική πάνω στις αντιφάσεις του νομικού συστήματος και στον καριερισμό. 

To μόνο που καταλήγει να λέει είναι ότι αν έχεις αξίες μάλλον θα χάσεις γυναίκα και λεφτά, και ότι εκτός της σπάνιας εξαίρεσης να σου πέσει ένας Ryan Gosling, γενικώς μπορείς να σκοτώσεις τόσο απροκάλυπτα την γυναίκα σου επειδή σου τα φοράει. Και σου τα φοράει, όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή είσαι σαν τον Χάνιμπαλ Λέκτερ. 



 
;