Δευτέρα 26 Μαΐου 2014 0 σχόλια

Απόσπασμα από τις ''Ημέρες με Γεύση Βανίλια'' (με το soundtrack)

Οι ημέρες με γεύση βανίλια, ενότητα δεύτερη ''Οέο Μοντεβιδέο''



-2.

Όταν η νύχτα απλώθηκε σαν σιρόπι μαύρης σοκολάτας πάνω στην άχνη της υγρασίας και της αρμύρας του Μοντεβιδέο και του Νότιου Αντλαντικού, ξεκίνησε για την παραλία παρά την παρότρυνση της νονάς της να κάτσουν στην πισίνα του ξενοδοχείου και να απολαύσουν ένα κοκτέιλ. Στην πραγματικότητα, η νονά της δεν είχε κανένα λόγο και κανένα επιχείρημα να της πει να μην πάει- η ίδια στα νιάτα της θα πήγαινε ακόμα και αν την κλείδωναν στο δωμάτιο στον 14ο όροφο του ξενοδοχείου. Απλά ένιωθε μια ευθύνη απέναντι στην μικρή, και ήξερε και η ίδια ότι η λαγνεία είναι συνώνυμη μιας καρναβαλικής βραδιάς στο Μοντεβιδέο, και ας είχαμε ακόμα 2 ημέρες πριν την έναρξη του καρναβαλιού. Την φίλησε στο μέτωπο και της ζήτησε μια περιοδική επικοινωνία στο κινητό. Ύστερα, την αποχαιρέτησε χτυπώντας την στον πισινό, πάνω στον οποίο είχε τώρα φορέσει μια αέρινη φούστα, λεπτή σαν παρεό. Αν ήταν να χορέψει, θα ήθελε να είναι πιο άνετη.
Η παραλία ήταν δίπλα στην πόλη, έστεκε σαν την μικρή αυλή, δίπλα στο πολύβουο λιμάνι. Από μακριά καθώς πλησίαζε είδε τα γλωσσίδια της φωτιάς να θωπεύουν λάγνα την υγρασία της νύχτας, ενώ τα τύμπανα θύμιζαν κάποιο τελετουργικό που ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Έμοιαζε σαν την θυσία προς την θεότητα της σκοτεινής πλευράς, μα πάνω από όλα ήταν το ραφινάρισμα μιας υπόσχεσης για περιπέτεια και πάθος, έννοιες που την μαγνήτιζαν από μικρό κορίτσι, λες και είχε κάποια καρμική σχέση με την περιπέτεια, το απροσδόκητο, την πρόκληση.
Βύθισε τα πόδια της στην υγρή και δροσερή αμμουδιά και άφησε τα δάχτυλά της να παίξουν με τους λεπτούς κόκκους του χαλαζία. Οι φωτιές έμοιαζαν να σπαρταρούν στους ρυθμούς των τυμπάνων, φαινομενικά διαφορετικούς που όμως έδεναν με μια ιδιότροπη αρμονία, πέρα και έξω από τις μουσικές νόρμες. Οι σκοτεινές σιλουέτες γύρω της χόρευαν σαν σε κάποια περίεργη έκσταση, τα πρόσωπά τους όταν τα έφεγγε η φωτιά έμοιαζαν να είναι χαμένα σε κάποια μυσταγωγία των αισθήσεων. Ο αέρας είχε άρωμα από ερωτισμό και αλκόολ, και την τύλιγε σαν λεπτό παρεό. Έψαξε με το βλέμμα της να βρει ένα σημείο αναφοράς, όπως βρίσκει κανείς σε κάθε πάρτυ που πηγαίνει χωρίς να ξέρει κανέναν- ένα μπαρ, ένα μεγάλο καναπέ, ένα ήσυχο μπαλκόνι, ένα γνωστό. Το μόνο σημείο αναφοράς ήταν η ήρεμη ακτογραμμή με το αφρώδες περίβλημα και ο ρυθμός των κρουστών. Αυτά, μαζί με τον άγνωστο άντρα που την προσκάλεσε-προκάλεσε σε εκείνη την παραλία, τον οποίο αναγνώρισε από το ιδιαίτερο τσουλούφι, οκλαδόν στην άμμο, έμοιαζε να αγορεύει σε μια παρέα. Πλησιάζοντας κοντά του, αυτός την είδε και σχεδόν αντανακλαστικά σηκώθηκε όρθιος. Το πρόσωπό του χώριζε σχεδόν στα δυο ένα χαμόγελο- ήταν σκανταλιάρικο, ήταν αυτάρεσκο, ήταν και αυτό το χαμόγελο μια πρόσκληση-πρόκληση. Περπάτησε προς το μέρος της, μια ψαράδικη βερμούδα και ένα ανοιχτό πουκάμισο, και ένα μπουκάλι ρούμι.
-Να πω την αλήθεια μου, είπε λίγο φωναχτά, φανερώνοντας μια πρώτη παραζάλη αλκοόλ. Να πω την αλήθεια μου, δεν περίμενα να εμφανιστείς. Δεν περίμενα να δεχτείς την πρόσκληση.
-Ήταν περισσότερο πρόκληση, παρά πρόσκληση. Και δεν αφήνω προκλήσεις αναπάντητες, του είπε σαν να ήθελε να του πει κάτι άλλο πιο ουσιώδες για τον χαρακτήρα της.
-Ότι λες μεγάλες κουβέντες, τις λες, της απάντησε με το ίδιο προκλητικό χαμόγελο. Έλα τώρα, να πιείς μια γουλιά. Έχεις τάξει να χορέψεις, και κανείς δεν μπορεί να χορέψει αν δεν έχει αφεθεί στο πάθος και τον ρυθμό. Δες αυτό –και προέτεινε το μπουκάλι- ως το κλειδί για να σε ανοίξει.
Στα λόγια του, από την πρώτη κιόλας στιγμή, υπήρχε μια διφορούμενη αύρα ενός υποννοούμενου. Αυτό δεν την ενόχλησε, αντιθέτως. Έδενε όμορφα στο σχέδιο εκδίκησής της. Έπιασε το μπουκάλι και ήπιε μια γερή γουλιά, που έκαψε το λαιμό της και κινήθηκε κατηφορικά μέχρι το στομάχι της, καίγοντας τα πάντα στο διάβα του. Ένιωσε αυτόματα την ανάγκη να βήξει, αλλά συγκρατήθηκε, με τα μάτια της να βουρκώνουν σαν να ήθελε να κλάψει. Ύστερα, ήπιε μια ακόμα.
Στην 5η δυνατή γουλιά, περίπου 20 λεπτά μετά και ενώ καθόταν απέναντί του στην αμμουδιά, κοντά στην ακτή, το ρούμι έφτανε και χαίδευε τον λάρυγγά της σαν κάποιο σιρόπι. Η ζαλάδα έδενε με την νύχτα, την μουσική, τον φωτισμό και τις επιλογές της σαν σιρόπι βύσσινο σε καιμάκι. Ήταν από εκείνη την στιγμή έτοιμη να πάρει την εκδίκησή της.
-Μην ξεχνάς, της είπε. Εδώ πίνουμε, χορεύουμε, και συζητάμε πως θα αλλάξουμε τον κόσμο. Πριν χορέψεις πρέπει να μου πεις-πως θα αλλάξεις τον κόσμο;
Κόμπιασε στην ερώτηση του.
-Εσύ πως θα τον αλλάξεις, τον ρώτησε διπλωματικά. Αυτός χαμογέλασε ξανά. Αλήθεια, τι ιδιαίτερο, τι ωραίο χαμόγελο που είχε. Έμοιαζε με μαχαιριά περιπέτειας στο παχύ δέρμα της βαρεμάρας. Μια σκελίδα σκόρδο σε μια άνοστη σούπα.
-Έχεις την εντύπωση ότι θα την βγάλεις χωρίς να μάθουμε για εσένα, την ρώτησε. Εγώ για την ώρα αλλάζω τον κόσμο με το να γνωρίζω τον κόσμο. Πρέπει να γνωρίζεις τον κόσμο πριν τον αλλάξεις. Έτσι δεν είναι;
-Θέλεις να γνωρίσεις εμένα;, τον ρώτησε.
-Αγωνιώ, απάντησε και έσκυψε κοντά της, σαν να περιμένει απάντηση. Είχε εξιτάρει το ενδιαφέρον της σαν να το χτυπάει με μικρά ηλεκτροσόκ. Θέλω να μου πεις... τι θέλεις να κάνεις. Πως θέλεις να είσαι σε 10 χρόνια από τώρα.
-Δεν σε νοιάζει πως είμαι τώρα;
-Είσαι τώρα όπως θα ήθελες να είσαι; 
Η ερώτησή του ήταν εύστοχο τρίποντο από το κέντρο στην κόρνα της λήξης.
-Όχι.
-Άρα δεν θα σε γνωρίσω αν μου πεις πως είσαι τώρα. Πως θές να είσαι λοιπόν;
-Βάζω ένα κριτήριο για το πως θέλω να είμαι, είπε ενώ το σκεφτόταν εκείνη ακριβώς την στιγμή. Να μην γίνω ποτέ βαρετή και να ταξιδεύω συνέχεια.
-Αυτό μοιάζει με δυο κριτήρια, όχι ένα, είπε χαμογελώντας.
-Για μένα πάνε πακέτο.
-Δεν μου αρέσει, της είπε τελικά. Τον κοίταξε με απορία.
-Γιατί;
-Αυτό είναι κάτι που μπορείς να κάνεις από τις πισίνες των ξενοδοχείων. Είναι κάτι που μπορείς να καλύψεις με το να μείνεις όπως είσαι. Γιατί δεν πιστεύω ότι είσαι βαρετή, και σίγουρα ταξιδεύεις. Θες να είσαι δηλαδή εδώ που είσαι τώρα; Δεν μου κάνει για όνειρο αυτό. Δεν μου κάνει για πρόκληση. Δεν ταιριάζει στο ρυθμό της cambodere, δεν ταιριάζει στο Μοντεβιδέο, δεν νομίζω ότι υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να μπορείς να χορέψεις μέχρι το σημείο πυράκτωσης του πάθους σου. 


Τώρα η ζαλάδα έγινε ένας μικρός στρόβιλος μέσα στο κεφάλι της, που σήκωσε σχέδια εκδίκησης, σήκωσε πιθανές απαντήσεις, σήκωσε αισθήματα και αισθήσεις και τα έκανε ένα γενικευμένο αχταρμά. Απέναντί της, ένας άνθρωπος την προκαλούσε με υπεροψία και αυθάδεια και το πιο σημαντικό που κατάφερνε ήταν να την εξιτάρει- σκέφτηκε ότι θα ήθελε να τον χαστουκίσει, σκέφτηκε ότι θα ήθελε να φιλήσει τα χείλη του, σκέφτηκε ότι θα ήθελε να τον αφήσει να πέσει πάνω της στην υγρή άμμο, και τελικά σηκώθηκε όρθια και άρχισε να χορεύει.
Αυτή ήταν η καλύτερη απάντηση που είχε να του δώσει. Άρχισε να χορεύει, στην αρχή δειλά, προσπαθώντας να αφήσει τον ρυθμό να την πάρει από το χέρι, να χαιδέψει τις γάμπες της και να καθοδηγήσει την μέση της. Τρία τύμπανα- el piano, el rosteur, el chico, τρεις φαινομενικά διαφορετικοί ρυθμοί που ενώνονταν σε ένα ηχητικό σώμα, γεμάτο καμπύλες και χυμούς, υγρό και σε έξαψη, παραζαλισμένο από την μέθη.
Τρια διαφορετικά τύμπανα- el piano, για το μυαλό. El rosteur, για τις αισθήσεις. El chico, για την καρδιά. Σταμάτησε να το σκέφτεται, και άφησε το σώμα της να παραδοθεί στον ρυθμό, σαν να βυθίζεται σε κρύο ζωογόνο νερό. Έκλεισε τα μάτια της, έπαψε να ακούει, άφησε μόνο τις ηχητικές δονήσεις να την μεταφέρουν, να χαιδέψουν κάθε σημείο του σώματός της, να την αγγίξουν πονηρά, ερωτικά και εξουσιαστικά. Άφησε τις σκέψεις της να ταξιδέψουν και να κυριευτούν από την Άγρια Πλευρά της- δεν την ήξερε, δεν είχε τρόπους να την ελέγξει, την άφησε να εξουσιάσει το συνειδητό της, να γίνει μια εσωτερική παλλίρροια.
Χόρεψε για εκείνον, για εκείνη, για το Μοντεβιδέο, για την εκδίκησή της, για το πως είναι, για το πως θα ήθελε να είναι, για τον Αυτοκράτορα Ρυθμό, για τον Νότιο Ατλαντικό, για την έξαψη που αιμάτωνε σαν χαλασμένη μηχανή την είσοδο της στην αταξία και την απόλαυση.
Χόρεψε σαν να ήταν διαταγή εκείνου, χόρεψε σαν να ήταν επιθυμία της, χόρεψε σαν να ήταν φυσική διαδικασία, χόρεψε σαν να ήταν ανάγκη, χόρεψε σαν να ήταν ψευδαίσθηση, χόρεψε σαν να ήταν παρόρμηση, χόρεψε σαν να ήταν λογική και αναπόδραστη συνήθεια.
Χόρεψε σαν να πολεμούσε τον εαυτό της. Χόρεψε σαν να παραδίνεται στον εαυτό της. Χόρεψε σαν να πολεμούσε εκείνον. Χόρεψε σαν να παραδίνεται σε εκείνον. Χόρεψε σαν κάλεσμα, χόρεψε σαν άρνηση. Χόρεψε σαν να λέει ναι, και ύστερα χόρεψε σαν να λέει όχι. Χόρεψε σαν να ξεκινάει εκείνη την στιγμή να ζει. Χόρεψε σαν να ήταν έτοιμη με το χορό της να πεθάνει.
Χόρεψε μέχρι ο ιδρώτας να την κάνει να γυαλίζει δίπλα στην φωτιά και να στάζει στο μέτωπό της, σαν να είναι χυμοί που βγαίνουν από το σώμα της που στίβεται στο ρυθμό και την ένταση. Όσο δυνάμωνε ο ρυθμός, που δυνάμωνε μεθοδικά και αποφασιστικά, σαν βήμα στρατού που πάει να σπάσει την πύλη του εχθρού, τόσο παραδινόταν σε αυτόν, τόσο άνοιγε την πύλη της.
Χόρεψε μέχρι που ένιωσε τους μυς της να καίνε, σαν να τυλίγονται με φωτιά. Χόρεψε μέχρι που ένιωσε την κάψα στα απόκρυφά της να την οδηγεί σε έναν οργασμό διαφορετικό αλλά αδιαμφησβήτητα αληθινό. Χόρεψε μέχρι που ένιωσε την ανάσα της να μην μπορεί πλέον να την ακολουθήσει. Χόρεψε μέχρι που ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει στον ξέφρενο ρυθμό των κρουστών, με τα τοιχώματά της ανήμπορα να συγκρατήσουν το πυρακτωμένο αίμα της.
Χόρεψε μέχρι που ένιωσε να καταρρέει από το βάρος του ρυθμού, σχεδόν λιπόθυμη, αφημένη στην παραζάλη. Μέχρι που ένιωσε τα χέρια του, πρέπει να ήταν αυτός, να την παίρνουν σε μια περίεργη αγκαλιά και να την ξαπλώνουν στην υγρή άμμο, σε σημείο που η θάλασσα έφτανε μέχρι τα γόνατά της και ανέβαινε πρόστυχα μέχρι τους μηρούς της. Μέχρι που ένιωσε το σώμα του να ανεβαίνει πάνω στο δικό της, μέχρι που ένιωσε τα αλμυρά, μουδιασμένα από το αλκοόλ χείλη του πάνω στα δικά της, την γλώσσα του να αγκαλιάζει την δική της, τα στόματά τους να προσπαθούν να ανταποκριθούν στο ρυθμό και το πάθος.
Ένιωσε το χέρι του να παίρνει την σκυτάλη από το κύμα και να ανεβαίνει εκεί που δεν έφτανε αυτό, κάτω από την φούστα της, ανηφορικά στον εσωτερικό μηρό της, να ακουμπάει πάνω στο μικροσκοπικό της εσώρουχο και η επαφή του με την ίδια και την πηγή του πάθους της να την οδηγεί να συσπάται σε όλο της το σώμα και να αφήνει βουβά, ξέπνοα βογγητά.
Ύστερα, η εσωτερική της παλίρροια σκέπασε με ζεστό και πυκνό νερό κάθε πιθαμή ξηράς και το στόμα της άνοιξε πασχίζοντας για αέρα αλλά δεν έβγαλε ήχο. Έμεινε ανοιχτό, σαν κάποια αγαλμάτινη φιγούρα σε μια μαρμαριένα αναπαράσταση ενός Διονυσιακού οργίου. Ύστερα τίποτα, μόνο ο ρυθμός σαν δόνηση στην άμμο και η υγρασία του Νότιου Ατλαντικού. 
Τετάρτη 21 Μαΐου 2014 0 σχόλια

Ιλαρότητα Ευωχουμένων (Πρόλογος)



Μυθολογικός Πρόλογος (για την Αποκατάσταση της Αλήθειας)

 

Κάποτε, η και καλά αγαπημένη μου αδερφούλα, Αιοιδή, μου είπε με την τραγουδιστή φωνούλα της: ‘’Να δεις που μια μέρα θα μας ξεχάσουν.  Να δεις που μια μέρα θα τα απαρνηθούν όλα, θα απαρνηθούν την έμπνευσή τους, και θα πουν ότι τα κάνανε όλα μόνοι τους’’. Εγώ να πω τώρα την αλήθεια μου, ούτε υποννοούμενο έπιασα ούτε ψυλλιάστηκα τίποτα. Παραήμουν ανέμελη εκείνη την εποχή, αν και τώρα που ξανασκέφτομαι τα πράγματα, η Αιοιδή ίσως να ήθελε να με προειδοποιήσει. Φυσικά δεν θα μπορούσε να το κάνει απ’ ευθείας, δεν θα μπορούσε δηλαδή να πει κάτι ωμά και στα ίσια. Βλέπετε, όταν ο Πατέρας σου είναι συνέχεια πάνω από το κεφάλι σου και η Μητέρα σου συνέχεια κάτω από τα πόδια σου, δεν είναι εύκολο να κάνεις συνομωσίες. Αλλά η μικρή χαζοχαρούμενη ρουφιάνα θα μπορούσε να κάνει και κάτι παραπάνω. Θα μπορούσε, αλλά δεν το έκανε. Εκείνη την ώρα που μου το είπε, η βάρβιτος της Μνήμης έκανε κάτι περίεργα σόλα για να κερδίσει την προσοχή από την Μελέτη που γρατζουνούσε την λύρα της σε ένα σταθερό ρυθμικό τέμπο, και όλες μαζί χορεύαμε σα βλαμμένα πάνω στο βουνό, ό,τι και καλά είμασταν χαρούμενες και μονιασμένες και έτοιμες να εμφυσήσουμε έμπνευση στον πρώτο τυχόντα που θα πλησίαζε να μας ακούσει. Την ιστορία φαντάζομαι την ξέρετε τώρα πια, ή τουλάχιστον μέρος της. Ένας γιδοβοσκός περνούσε αμέριμνος με τα γίδια του και αυτή η ξεδιάντροπη τσούλα η Αγανίππη, που ποτέ μου δεν συμπάθησα γιατί πάντα θεωρούσα τον ερωτισμό πιο διακριτική υπόθεση από το να μοστράρεις τα βυζιά σου, δηλαδή έλεος, τον σαγήνευσε να πιεί νερό από την πηγή της στους πρόποδες του βουνού μας του Ελικώνα, και αυτός αφού άφησε τα ζωντανά του να πιούν και αυτά, άκουσε τη μουσική μας και αποφάσισε να πλησιάσει.


Όταν τελικά έφτασε πάνω και μας είδε να χορεύουμε, εγώ τον έπιασα με τη μια τι τύπος ήταν. Οι άλλες οι φαντασμένες θεώρησαν ότι είχαν πετύχει την αποστολή που τους ανέθεσε ο μπαμπάς και συνέχισαν να ανταγωνίζονται σε μουσική και χορό, αλλά εγώ το έβλεπα στα μάτια του- ο τύπος πρέπει να είχε να δει γυναίκα πολύ καιρό, χαμένος στα βουνά με τα γίδια του, τα μάτια του σπινθηρούσαν με λαγνεία και ο χιτώνας του ήταν αρκετά ελαφρής στο μεσημεριανό αεράκι για να κρύψει την σωματική του ένταση. Είμασταν άλλωστε οι άτιμες πολύ όμορφες και σεξουλιάρες, η καθεμία με το δικό της τρόπο. Όπως και να έχει, κάναμε το καθήκον μας, χορεύαμε και παίζαμε μουσική εναλλάξ, και αυτός αφού μας κοίταξε για λίγη ώρα μας πλησίασε και άρχισε να λέει κάτι φτηνές και γελοίες ατάκες, να γελάει ο κόσμος δηλαδή. Σε κάποια φάση ο αθεόφοβος είπε ότι ‘’τα παλλόμενα πόδια μας του ξυπνήσανε ένα μοναδικό ερωτισμό’’. Ποιος τα λέει αυτά, ω Ουρανέ; Παλλόμενα πόδια; Ομολογώ ότι εγώ ήμουν η πιο δύστροπη από όλες σε κάτι τέτοια. Τέλος πάντων, πετύχαμε το στόχο μας, ο τσοπάνης εμπνεύστηκε, και άρχισε να μιλάει για την θεογονία και μας αποχαιρέτησε με την υπόσχεση ότι θα γράψει ποίημα. Ο μπαμπάς ήταν χαρούμενος που επιτέλους θα υπάρξει
μια γραπτή αναφορά σε εκείνον, γιατί είχε ήδη πάρει πρέφα ότι ο εγγονός του θα του πάρει τα σκήπτρα αργά ή γρήγορα. Η λίμπιντο αυτού του τύπου…ποτέ δεν τον χώνεψα. Από όλα τα καλά παιδιά που έφαγε ο αδερφούλης Κρόνος, να του ξεφύγει αυτός… Στην πραγματικότητα, για κάτι τέτοια είμαι εγώ εδώ, αλλά τώρα μάλλον αρχίζω να σας μπερδεύω οπότε πάμε πάλι λίγο πιο συγκεκριμένα. 
Φεύγει ο Ησίοδος από τον Ελικώνα, γεμάτος έμπενυση και μια στύση που δεν θα έπρεπε να παθαίνει ποτέ κανένας άντρας, ο μπαμπάκας Ουρανός μας αφήνει επιτέλους να ξεκουραστούμε από τους χορούς και τις μουσικές, και η μαμά Γαία μας φτιάχνει ένα μαλακό γρασίδι επιτόπου για να την ξαπλάρουμε. Όλα θα πηγαίνανε καλά, αλλά πήγε ο μαλάκας ο Ησίοδος και άρχισε να γράφει χωρίς να εκτονώσει κάπως την στύση του. Και φυσικά, γεμάτος έμπνευση και ερωτισμό, τι θα έγραφε, θα έγραφε την απόλυτη αλήθεια. Μελέτησε, θυμήθηκε, τα ένωσε όλα με τραγούδι και μελωδίες αλλά…αλλά συνέλαβε και την ειρωνία της υπόθεσης. Θα μου πείτε, τι φταίει αυτός, αφού ήμουν και εγώ στο χορευτικό πάρτι. Ναι, αλλά ο δικός μου ρόλος δεν ήταν ακριβώς αυτός, εγώ ήμουν μια αναγκαία πινελιά για να κατανοήσει κάποιος τα μυστήρια του σύμπαντος, δεν είχα καμία σχέση με αυτά που έγραφε ο Ησίοδος. Άντε όμως να το εξηγήσω στον μπαμπά, που άρχισε να βροντάει και να σκοτεινιάζει. Μην το γελάτε, τελευταία φορά που το έκανε αυτό σε τέτοιο βαθμό, ένας εγγονός του Μαθουσάλα άρχισε να φτιάχνει ένα καράβι από το φόβο του ότι θα γίνει όλη η Γη θάλασσα, λες και θα έπνιγε ποτέ ο μπαμπάς με τέτοιο τρόπο τη γυναίκα του, την μανούλα μας. Πάλι ξεφεύγω όμως.
Θύμωσε λοιπόν ο daddy και θεώρησε ότι εγώ φταίω και ότι μάλλον δεν έπρεπε να με κακομάθει έτσι. Εγώ να του λέω ότι δεν φταίω και ότι ο μαλάκας ο Ησίοδος τα γράφει με το κάτω κεφάλι, αλλά που να καταλάβει. Για κάποιο λόγο εκεί λίγο τσατίστηκα και άρχισα τα δικά μου, και του είπα ότι θα ήταν προτιμότερο να βρει μια γυναίκα για να γράψει το ποίημα που ήθελε και όχι άντρα, γιατί οι άντρες αν δεν τραβήξουν, σίγουρα θα γράψουν μαλακία. Και κάπως έτσι ξεκίνησε ο καυγάς. Ο καυγάς αυτός δεν άλλαξε ιδιαίτερα τον κόσμο, αλλά άλλαξε για τα καλά δυο πράγματα: Άλλαξε αυτά που έγραψε ο Ησίοδος, και φυσικά, καθόρισε το γεγονός ότι δεν με ξέρετε. Κανείς δεν με ξέρει. Δεν έχω καμία αναφορά πουθενά. Σαν να μην υπήρξα ποτέ. Αυτό το κόλπο είναι πολύ σπουδαίο, να το θυμάστε αυτό πάντα. Αυτό που είπανε μετά, ότι scripta manent, μεγάλη μπούρδα. Ένα γραπτό μένει, και μόλις πεθάνει αυτός που το έγραψε το παραλαμβάνει κάποιος άλλος. Δεν είναι δα δύσκολο να το τροποποιήσει ανάλογα με τα γούστα του. Τα ευαγγέλια που ακούτε οι περισσότεροι με ευλάβεια (άλλη συζήτηση αυτή βέβαια) τα ξαναγράφουν ανά πενήντα χρόνια. Αλήθεια τώρα, απλά επισημαίνω το προφανές, τι σοκάρεστε; Μπορεί κάποιος από εσάς να μου πει με σιγουριά, με απόλυτη σιγουριά, τι σκατά είπε ο Ιησούς στη Λίμνη της Γεσθημανής; Είπε ‘’μακάριοι οι πτωχοί’’ που τους είχαν αλλάξει τα φώτα οι Ρωμαίοι, ή μήπως είπε ‘’μακάριοι οι πτωχοί το πνεύματι’’; Δηλαδή ο Χριστούλης σας ασχολήθηκε με την κοινωνική αδικία ή απλά έκανε συγκαταβατικό πατ-πατ στον ώμο στους απανταχού βλαμμένους και αργόστροφους; Γιατί, αγάπες μου, αν έκανε πράγματι το πρώτο, αλλάζει λίγο το παραμύθι έτσι; Κάντε μια σπουδή ανάμεσα στα τέσσερα ευαγγέλια περί του ζητήματος και θα ξαφνιαστείτε. Ή μάλλον μην το κάνετε. Γιατί, να σας πω την αλήθεια μου, αυτή η ειρωνία με τους χριστιανούς υπέρ της κοινωνικής αδικίας είναι από τις πιο ισχυρές δυνάμεις που με κρατούν ακόμα ζωντανή και δεν έχει καταφέρει ο μπαμπάς να με στείλει στην απόλυτη ανυπαρξία.
Γιατί, να επιστρέψω και στο θέμα, αυτό έκανε. Με εξαύλωσε. Μπορούσε να το κάνει και το έκανε. Τα ωραία μου μπούτια έγιναν αέρας κοπανιστός. Για κάποιο λόγο είχε και το δικαίωμα, τουλάχιστον αυτό τον άκουσα να λέει στην μάνα μου που άρχισε να γκρινιάζει. Όταν τσατίζεται η μάνα μου μπορεί να ρίξει και κανά ηφαίστειο και να τον σκεπάσει για να μην τον βλέπει. Δεν είναι να την τσατίζεις την μάνα μου. Αλλά αυτός είπε ότι όπως με έκανε, ήμουν ιδιοκτησία του, και μπορούσε να με ξεκάνει. Γιατί όπως χαρακτηριστικά τσίριξε: ‘’Η κόρη σου η Ειρωνία έβαλε φιτιλιές στον Ησίοδο και τα γράφει λάθος. Και αν τα γράψει λάθος, θα μείνουν σε όλη την Ιστορία λάθος. Αν θες, κάνουμε άλλη μια και την λέμε και Ουρανία, να πάρει και το όνομά μου’’. Όσο εκεί τα μπάλωνε στην μάνα μου έστειλε το άλλο κοντοπούτανο, την Ιπποκρήνη για να τον εμπνεύσει πάλι. Όχι την Ιπποκρήνη που έκανε μπάνιο ο Ορέστης, την άλλη, αυτή που και καλά ανέβλυσε όταν πέρασε ο Πήγασος από τον Ελικώνα. Η γνώμη μου για αυτές τις δυο νύμφες παραμένει στους αιώνες εντελώς αρνητική, κυρίως επειδή τις θεωρώ εντελώς φαλλοκρατικά δημιουργήματα. Και το νερό τους μη φανταστείτε, όσο πιο διψασμένος είσαι, τόσο πιο πολύ και καλά θα εμπνευστείς, δεν είναι και θαυματουργικό. Ίσα ίσα έχει και άλατα μπόλικα. Αλλά τέλος πάντων, του έκανε αυτή νερά για να τον τσιτώσει λίγο, τον αποπλάνησε όσο χρειαζόταν και ο βλάκας έσκισε τις πρώτες σελίδες του, τις μόνες σελίδες που θα έλεγαν την απόλυτη αλήθεια, και άρχισε να γράφει σαν να του υπαγόρευε ο μπαμπάς. Εσείς ξέρετε τώρα τι έγραψε, ότι και καλά ήταν το προαιώνιο Χάος και από το Χάος βγήκε ο Τάρταρος, η Γη και ο Έρωτας, αν είναι δυνατόν δηλαδή. Αλλά έτσι έμεινε, και όλοι είπανε ‘’τι δίκιο που είχε ο Ησίοδος, ας τραγουδάμε το ποίημα του με τα 1022 εξάμετρα στον αιώνα τον άπαντα’’. Επίσης, δεν ξέρω τι ακριβώς του έκανε η ξελογιάστρα, αλλά όταν μας ευχαρίστησε για την έμπνευσή του, πουθενά εγώ. Ευχαριστώ στην Μνήμη, ευχαριστώ στην Μελέτη, ευχαριστώ στην Αιοιδή, πουθενά η Ειρωνία. Ρε βλαμμένε, αφού εμένα γούσταρες πιο πολύ από όλες! Η Αιοιδή σου φάνηκε μπίμπο, η Μνήμη χαζοχαρούμενο κοριτσάκι και η Μελέτη αυστηρή και δασκαλίστικη. Εγώ είμαι η βασική αιτία της στύσης σου ρε αχάριστε, αγνόμωνα Βοιωτέ. Αν και εδώ που τα λέμε, το τελικό κείμενο το βρήκα τελείως ανέραστο, οπότε με είχε ξεπεράσει. Αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά, θα σας έλεγα εγώ. Μην βλέπετε που οι άντρες μας αρχίσαν τα κόμπλεξ κατωτερότητας και αρχίσαν να παραγράφουν την αλήθεια. Οι σκισμένες σελίδες του Ησίοδου (φυσικά τις κράτησα, για ενθύμιο) τα γράφουν όλα, όπως είναι. Θέλετε να τα μάθετε; Αφού δεν θα με πιστέψετε, άσε που για πολλούς από εσάς δεν έχει καν σημασία. Αλλά εγώ θα τα πω, μόνο αλήθειες, αυτό είναι το μότο μου. Ακούστε λοιπόν: Εν αρχή, ήταν η Μητέρα. Η πρώτη. Αυτή που τα γέννησε όλα. Το Χάος ήταν απλά το σπέρμα. Το διάσπαρτο γονιδιακό υλικό του σύμπαντος. Η Μητέρα ήταν η πρώτη.

Ακριβώς φαλλοκράτες φίλοι μου. Τι νομίζατε δηλαδή; Σοβαρά τώρα, θα μπορούσε ποτέ ο θεός σας να είναι άντρας; Πιστεύετε στα αλήθεια ότι στον κήπο της Εδέμ ήταν ο Αδάμ και τα πλευρά του; Στα αλήθεια θεωρείτε ότι ο άντρας είναι οικόνα και ομοίωση της θεϊκής ουσίας; Γελάω. Το ψέμμα ήταν τόσο δυνατό, που έγινε πιστευτό. Η μεγάλη συνομωσία του άσχημου φύλου απέναντι στην θεογονία. Ουτε καν τις αντιφάσεις δεν μπόρεσε να συμμαζέψει ο πατερούλης μου ο κορο-εξαϋλωτής, και ακόμα και σήμερα η δημιουργία, η έμπνευση, η έκσταση, η ομορφιά, όλα είναι γένος θηλυκού. Η θεά Μητέρα, η Γέννηση και Δημιουργία μαζί, το παιδί της το Σύμπαν, απότοκο αυτής και του Χάους. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς μια φαλλοκρατική εξιστόρηση. Ότι και καλά η Ήρα φταίει που ήταν ανέραστη, και όχι ο Δίας που από την στιγμή που γλίτωσε το στομάχι του αδερφού μου θεώρησε ότι θα γαμίσει το σύμπαν. Για αυτόν τα έχω μαζεμένα, περισσότερο όμως κιόλας γιατί συνέβαλε στο να ξεχαστούν και οι αδερφές μου. Εσείς τώρα, όταν ακούτε μούσες, φαντάζεστε τις κόρες του. Τις εξώγαμες κόρες του. Τις τρώτε και σε κρέπες, ποτέ δεν θυμάστε και τις εννιά, κυρίως θυμάστε να λέτε Ερατώ, Τερψιχόρη, Ευτέρπη. Οι πιο ψαγμένοι λένε και Μελπομένη. Μόνο ένας στους εκατό ξέρει ότι η Ευτέρπη δεν είναι μια, αλλά δυο. Είναι από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία για αυτές τις ψευτομούσες, και το ξέρουν λίγοι. Η Ευτέρπη λέει, μούσα της λυρικής ποιήσεως. Ανατρίχιασα. Εγώ αν διάλεγα μια, αυτή θα ήταν η άλλη Ευτέρπη, της ακολουθίας του Διονύσου. Αυτή με το διπλό αυλό. Αυτή που θα σε οδηγήσει στην έκσταση, στην ηδονή, όλα αυτά που στην εποχή μου ήταν και καλά μυστήρια και σήμερα είναι τυποποιημένα και συσκευασμένα χωρίς το παραμικρό μυστήριο. Αλλά και πάλι ξεφεύγω, και θα με πείτε και φιλήδονη. Η ουσία είναι ότι όλα τα παραπάνω θα τα βλέπετε με αβεβαιότητα, ό,τι και καλά σας δουλεύω. Παίζει να ψάξετε σε καμιά εγκυκλοπαίδεια ή στο διαδύκτιο να βρείτε Μούσες στον Ελικώνα, Ειρωνία, Ησίοδος, Μητέρα. Αλλά ήδη σας το είπα. Ο μπαμπάς με εξαύλωσε και ο Ησίοδος έγραψε την δική του εκδοχή της Ιστορίας και της Θεογονίας. Με αυτήν την έννοια τα γραπτά μένουν, με την έννοια ότι τα γράφει αυτός που κερδίζει. Και ο Ουρανός κέρδισε. Αν και αργότερα τον κέρδισε ο Κρόνος, το παιδί του δηλαδή, που αργότερα τον κέρδισε ο Διας και έγραψε την δική του ιστορία. Να ξέρετε επίσης ότι εγώ, αν και πλέον άυλη και στα όρια της λήθης, προσπάθησα τουλάχιστον να προειδοποιήσω την αφελή Ευρώπη, που ποτέ δεν κατάλαβα το λόγο που ένας ταύρος της έκανε κλικ. Όπως και το ενιαίο νόμισμα σήμερα, αλλά δεν θέλω να μπλέκω με τα σύγχρονα τα δικά σας τόσο πολύ. Αφήστε που στο πέρασμα του χρόνου όλο και αδυνατίζει η αντί-ύλη μου και αν δεν υπήρχε ειρωνία δεξιά και αριστερά, διάχυτη, να παίρνω λίγο δυνάμεις, δεν θα ήμουν καν εδώ. Και αφού δεν θα είχα και στοιχειώδη αναφορά, θα περνούσα γρήγορα στην ανυπαρξία, που είναι λίγο τρομακτική αν και εμείς, οι θεότητες, δεν έχουμε ιδιαίτερα υπαρξιακά ζητήματα. Αυτή που είχε όμως υπαρξιακά ήταν η Πρώτη, η Μητέρα, που ήταν αυθύπαρκτη, και αυτή ήταν μια τεράστια αντίφαση να διαχειριστεί κανείς. Για αυτό της πήραν άλλωστε τον αέρα τα παιδιά της, κυρίως τα αγόρια, και αντιμετωπίσαν τα οιδοιπόδειά τους (που υπήρχαν πριν τον Οιδοίποδα) με το να την ξεγράψουν εντελώς από την Ιστορία. Ακόμα και εσείς, φτιαγμένοι με το περίσσευμα των υλικών και των ενοχών του Προμηθέα, ενσωματώσατε τόσο βλακωδώς αυτήν την πλάνη που όποτε εφευρίσκατε θεούς και δαίμονες (καλά να πάθει ο Δίας, αυτός φταίει για την παρακμή του) για κάποιο λόγο τους βαφτίζατε αρσενικούς, άντε και καναν άφυλο για να μπερδεύετε τους πιστούς.
Πολλά είπαμε όμως. Να το μαζεύουμε.

Καλησπέρα σας. Με λένε Ειρωνία και θα είμαι η αφηγητής σας. Είμαι ξεχασμένη από θεούς και ανθρώπους, αλλά τουλάχιστον κατέχω την αλήθεια για μερικά πράγματα, οπότε ψέμματα δεν θα πω. Το ξέρω, είμαι λίγο τραγική σαν ύπαρξη, όλα αυτά που έπαθα και τα σχετικά, αλλά έχει περάσει τόσος καιρός που πλέον το έχω συνηθίσει. Μη ρωτάτε όμως, γιατί τώρα, γιατί αυτήν την συγκεκριμένη ιστορία και τέτοια. ‘Ετσι ήθελα. Μούσα είμαι, ότι γουστάρω κάνω.
Καλώς ήλθατε στην Αθήνα. Την ξέρετε την Αθήνα. Σήμερα είναι Σάββατο, και ο δακτύλιος λέει όχι ζυγά. Ο ουρανός είναι λίγο γκρίζος (ο Ουρανός γαμιέται) και γενικά κόσμος λέει θα βρέξει, εγώ που ξέρω σας λέω ότι δεν πρόκειται να βρέξει, τουλάχιστον όχι σήμερα. Θα βρέξει όμως μεθαύριο. Είναι ακόμα πρωί, δεν έχει πάει ακόμα δέκα, και εγώ περιπλανιόμουν κάπως άσκοπα στην Ακρόπολη. Το ξέρω ότι είναι κλισέ, αλλά εκεί αράζω, κυρίως επειδή βλέπω και κανα δικό μου. Τώρα που οι περισσότεροι είναι εξαυλωμένοι και αυτοί, η αντι-ύλη μας μπορεί και επικοινωνεί κάπως, γενικά υπάρχει λίγο κίνηση ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, είναι ωραίο μέρος, εσείς το λέτε ζωή κιόλας, σας αρέσει και το προτιμάτε αν και δεν ελέγχετε ούτε την αρχή ούτε το τέλος της. Από εκεί επίσης χαζεύω τα αποτελέσματα της βλακείας του Προμηθέα και την αβάσταχα ανέμπνευστη δημιουργία των πόλεών σας. Θα σας ξενίσει αυτό, αλλά να ξέρετε ότι λίγα του κάνανε το Προμηθέα. Είχε ενοχές επειδή δεν του μείνανε τρίχες και νύχια να σας πετάξει στην ζούγκλα, και σκέφτηκε ότι θα σας φάνε τα θηρία τόσο ευάλωτοι που είσασταν και κατέβασε την φλόγα και σας φλόμωσε. Εγώ όταν σας είδα πρώτη φορά σκέφτηκα ότι παραείχατε αυτοσυνείδηση και ότι θα μας ταλαιπωρήσετε με αυτό το γνώρισμα. Αλλά ήμουν μικρή ακόμα και κανείς δεν με έπαιρνε στα σοβαρά και η Μελέτη μου έλεγε ότι είμαι απλώς ειρωνική. Χαίρω πολύ, της απαντούσα.
Άραζα λοιπόν στην Ακρόπολη, ωραία και καλά, ανάμεσα σε πρωινούς Ασιάτες και κάτι βορειοευρωπαίους real estate που τσεκάρανε το οικόπεδο, και βαριόμουν την αιωνιότητά μου, όταν το είδα να γίνεται (πάντα τα βλέπω λίγο πριν γίνουν) και άρχισα να γελάω μόνη μου. Ένα θα πω, για να είμαι καθαρή από την αρχή: Δεν πάτε καθόλου καλά. 


 
;