Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Las Acacias (2011)

Vanishing Point
Οι ταινίες δρόμου συνεχίζουν να αποτελούν ένα αγαπημένο κινηματογραφικό υποείδος, κάπως ταυτισμένο με την αμερικάνικη μετα60's αντικουλτούρα (η αλήθεια είναι ότι το στροφίδι πολλών ευρωπαικών χωρών είναι road movies με δραμαμίνη- η αχανής αβεβαιότητα και ταυτόχρονα πιθανότητα του flat αμερικάνικου αναγλύφου προσφέρεται για διαδρομές στο άγνωστο. Φυσικά βοηθάει και η ιστορική φάση ενός αντιφατικού λαού να αναζητήσει μια ταυτότητα διαρρηγνύοντας την υπάρχουσα ιδεολογική ηγεμονία: Το βασικό χαρακτηριστικό των road movies είναι το ''όχι πια εδώ'' και όχι το ''εκεί''.). Ταινίες όπως το Bonnie and Clyde (1967), Easy Rider (1969) και το εξαιρετικό Vanishing Point (1971) αποτελούν μια κινηματογραφική συνέχεια του ταξιδιού του Κέρουακ και εγγράφουν το σύνολο των ιδεολογικών αντιθέσεων που όξυνε η beat κουλτούρα στην τέχνη, ακόμα και στις μαζικές μορφές της. Κοινός παρονομαστής, ένα προτσές αυτογνωσίας και ταυτόχρονης αμφισβήτησης που κάπως ολοκληρώνεται με τον προορισμό. Σε πολλές περιπτώσεις, ο προορισμός δεν είναι άλλος από τον θάνατο, που ωστόσο έρχεται περισσότερο ως επιλογή παρά ως συνέπεια: Ο Κοβάλσκι στο Vanishing Point, η Θέλμα και η Λουίζ, ακόμα και οι Μπόνι και Κλάιντ, επιλέγουν να βάλουν τέλος στο ταξίδι τους. Δεν ήθελαν να φτάσουν κάπου από την αρχή, ήθελαν απλά το ταξίδι. Ή διαφορετικά, η αμφισβήτησή τους έμεινε ημιτελής: Είχαν αποκτήσει αυτογνωσία σε ένα κόσμο που πλέον δεν είναι σε θέση να αποδεχτούν. Η διαφυγή από την ταξική τους (ή της εξουσιαζόμενης πλευράς οποιασδήποτε αντίθεσης) καταγωγή δεν οδηγεί σε κάποια ταξική ανέλιξη, αλλά ούτε σε ταξική συνείδηση. Η αντιπαράθεσή τους με την εξουσία κατ'επέκταση είναι ατομική, και η όποια ποίηση αντλείται πλέον από την αποδοχή της επερχόμενης, αναντίρρητης ήττας. 

Σε κάθε περίπτωση, η παράδοση του υποείδους που διατηρεί ακόμα τις αναφορές του στην Οδύσσεια, βασίζεται πάντα στα γεγονότα ενός ταξιδιού, όπου όλα μπορούν να συμβούν καθώς κινούμαστε στον χώρο και τον χρόνο, και την διαδικασία που αυτά τα γεγονότα επανακαθορίζουν τον ταξιδιώτη, τον αλλάζουν, τον οδηγούν στην προσωπική του λύτρωση. Με επιμονή στο γκρίζο, κόντρα στον μανιχαισμό του κινηματογράφου, με συμβολισμούς (επαναλαμβανόμενους από ένα σημείο και μετά) και ως επί το πλείστον, με αντι-ήρωες ως πρωταγωνιστές, οι ταινίες δρόμου αποτελούν πάντα ένα ανθολόγιο προσώπων, τοπίων, καταστάσεων. Ακόμα και στις ταινίες, πράγματι, όλα μπορούν να συμβούν. Ο αργεντινός Pablo Giorgelli θα κάνει το ντεμπούτο του (με το οποίο θα βραβευθεί και στις Κάννες) φτιάχνοντας ένα τυπικό road movie, την ταινία Las Acacias, που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το Τυπικό Road Movie, αλλά κάθε πιθανή σχέση με το πραγματικό road movie- η αλήθεια είναι ότι τα μεγάλα ταξίδια με άγνωστους συνεπιβάτες είναι μάλλον αμήχανα, οι μεγάλοι ατελείωτοι δρόμοι είναι μάλλον βαρετοί. Επιπλέον, οι άνθρωποι που στην πραγματικότητα κάνουν τόσο μεγάλες αποστάσεις, σπανίως είναι ληστές ή επαναστατημένες γυναίκες ή αντιήρωες σε αναζήτηση σκοπού ή έρωτα. Είναι όμως για παράδειγμα οι οδηγοί φορτηγών, είναι οι μετανάστες, είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν τους πόρους να πάνε πιο γρήγορα στον προορισμό τους. Η υπόθεση του Las Acacias είναι τόσο απλή που θα μπορούσε κάποιος να κατηγορήσει τον σκηνοθέτη για απλοικότητα: Ένας οδηγός φορτηγού ξυλείας δέχεται απρόθυμα να μεταφέρει μια γυναίκα με το μωρό παιδί της από την Παραγουάη στο Μπουένος Άιρες. Το ταξίδι τους ξεκινάει από την Παραγουάη, όπου οι ακακίες πέφτουν και καταλήγουν κορμοί σε μια καρότσα, και καταλήγει στο Μπουένος Άιρες, στον προορισμό της νεαρής μητέρας και του μωρού. Στην πορεία, οι συνεπιβάτες, έχουν γίνει συνταξιδιώτες. Τέλος. 

Μινιμαλιστικό, νατουραλιστικό, λιτό και λιγομίλητο στα όρια της υπομονής (10 λεπτά διαλόγου περίπου για 90 λεπτά έργου), το έργο είναι περισσότερο ένα πείραμα πάνω στην μορφή και το περιεχόμενο ενός road movie παρά μια κλασσική μορφή του. Υπάρχει εδώ μια αίσθηση του μέτρου, της οικονομίας και της επιμονής στην λεπτομέρεια, υπάρχει μια μάλλον υπολογισμένη αλληλεπίδραση με το θεατή και το τι μπορεί να περιμένει. Στο ταξίδι -spoilers-, δεν συμβαίνει τίποτα απολύτως. Εκεί που όλα μπορούν να συμβούν, συμβαίνει μόνο η ρουτίνα του ταξιδιού. Καμία στάση δεν προσφέρει κάτι το αξιοσημείωτο. Κανένα παρελθόν για τους ήρωες δεν μαθαίνουμε με λεπτομέρεια, και τίποτα δεν τους κατατάσσει στην μυθολογία. Είναι τόσο πραγματικοί  που θα μπορούσε να είναι η κρυφή κάμερα ενός ντοκιμαντέρ. Ακόμα και το ταξίδι, είναι ότι ακριβώς είναι μάλλον το ταξίδι με ένα φορτηγό για μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα. Η κάμερα ανεβοκατεβαίνει απαλά στις ταλαντώσεις του δρόμου, το soundtrack είναι ο ήχος της μηχανής. Και επειδή είναι τόσο πραγματικό, έχει μια επίσης πραγματική, ανεκβίαστη ζεστασιά. Ο Ruben (German da Silva) στην αρχή δεν μιλάει καθόλου στην Jacinta (Hebe Duarte). Ύστερα της ρίχνει ένα φευγαλέο χαμόγελο. Ύστερα κοιτάει κλεφτά το μωρό που τον κοιτάει επίμονα. Ύστερα την βοηθάει με το μωρό. Ύστερα της μιλάει κανονικά. Ύστερα της ανοίγεται λίγο παραπάνω. Ύστερα την αφήνει ακριβώς στον προορισμό της, και όχι γενικώς στο αχανές Μπουένος Άιρες. Στην πορεία αυτή, η μοναξιά του συναντά την δική της, το ταξίδι που είχε μάθει να κάνει μοναχικά αποκτά χρώμα. Είναι η προβολή μιας οικογένειας (που δεν έχει) στη ζωή του; Είναι για αυτήν η προβολή ενός πατέρα (που δεν έχει) για το παιδί της; Είναι η ανάγκη του να μοιράζεται με κάποιον το ατελείωτο, βαρετό του ταξίδι μπρος και πίσω, Αργεντινή-Παραγουάη, σε δρόμους που είναι μονότονοι και μουντοί; Ότι και αν είναι, στο τέλος η απώλειά της, ο προορισμός της, του φαίνεται δυσβάσταχτος.

Η πειραματική φύση της ταινίας και οι βραδυφλεγείς ρυθμοί της δεν προσφέρονται για ένα χαλαρό βράδυ στην τηλεόραση. Έχει όμως το ενδιαφέρον του κινηματογραφικού πειράματος, την αίσθηση του μέτρου ανάμεσα στην υπνωτική μονοτονία και το πέρασμα στην πλοκή που μπορεί να προσφέρει ένα απλό βλέμμα ή μια ατάκα. Ακόμα και η αποζημίωση του τέλους, για τους υπομονετικούς, δεν κατατάσσεται στο μύθο ούτε αυτή, αλλά στις πιο ζεστές πτυχές του πραγματικού. Ίσως μερικές φορές το παρακάνει με τον νατουραλισμό στα όρια του επιτηδευμένου (κοίταξα δυο τρεις φορές τριγύρω, πήγα δυο τρεις φορές στο ψυγείο) αλλά σε τελική ανάλυση, αυτό που μου φαινόταν βαρετό, είναι επάγγελμα για κάποιους. Αμφιβάλλω ωστόσο αν ο σκηνοθέτης ήθελε να περάσει κάποιο μήνυμα κοινωνικού προβληματισμού και συναίσθησης, όσο περισσότερο να κάνει μια ολοκληρωμένη άσκηση πάνω στην φόρμα και την κινηματογραφική οικονομία του μινιμαλιστικού. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
;