Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013 0 σχόλια

Κινηματογραφικές Περιπλανήσεις (έως 15/9)


Παρατήρηση παλιά αλλά πάντα επίκαιρη: Τα πολυ-σινεμά έχουν αλλάξει αρκετά την φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα της κινηματογραφικής βραδιάς (με ότι αυτό σημαίνει για τον καθένα). Διαμορφώνεται μια σύμφυτη με τα mall και την λογική τους ομάδα που δεν πάει για εκείνη την ταινία, αλλά πάει για ταινία σκέτο, αφήνοντας το ‘’εκείνη’’ να κριθεί από μια στρατιά από παρατεταγμένες αφίσες (και κατάλληλες ώρες προβολής). Φυσικά, το ίδιο το προϊόν εξελίσσεται ώστε να ανταποκριθεί στην τάση και να την διαμορφώσει συνάμα- τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια σαφής συνταγή στην παραγωγή ταινιών (με κέντρο την δυτική ακτή των ΗΠΑ) και αυτήν την εβδομάδα έχουμε δυο εκπροσώπους της συνταγής σε πολλές αίθουσες. 
Η συνταγή είναι σχετικά απλή- παίρνουμε ένα μύθο, κατά προτίμηση ένα μύθο που ακούμπησε μια ή δυο γενιές πίσω και είναι τώρα κάπως κουρασμένος, τον επαναπροσδιορίζουμε σε πιο μοντέρνες εκδοχές και ύστερα προσθέτουμε κάποια νέα πρόσωπα, ξανά στα γούστα (ή διαμορφώνοντας τα γούστα) του τωρινού κοινού. Κατά προτίμηση, το προϊόν πρέπει να έχει συνέχειες (1, 2, 3 ή και 4) και επίσης κατά προτίμηση πρέπει να διαμορφωθεί ένα πλατύ πλέγμα αγοράς γύρω του (από τα βιβλία-based upon, μέχρι συναφή προϊόντα κλπ). Άρα λοιπόν, χωρίς καμία δόση ελιτισμού αλλά μόνο με βάση την ταπεινή παραδοχή ότι το πακέτο Twilight και σία δεν προσφέρει κινηματογραφική συγκίνηση αλλά ένα κάπως ακριβούτσικο ψυχαγωγικό δίωρο, συνιστούμε την αποφυγή οποιασδήποτε προβολής με τους τίτλους:

Θανάσιμα Εργαλεία: Η πόλη των οστών
Ο Πέρσι Τζάκσον και η θάλασσα των Τεράτων

Από εκεί και πέρα:  

Η οικογένεια Μίλερ (Were the Millers) είναι ένα παράξενο υβρίδιο- φυσικά, είναι μια κλασσική mainstream αμερικάνικη κωμωδία, αλλά σε αντίθεση με την τάση των τελευταίων είναι σε θέση να προκαλέσει γέλιο. Αλλά για λίγο. Η ιστορία αφορά ένα μικρομέγαλο τεμπελχανά (ο κύριος Σουντέκις, που θα εμφανιστεί αρκετά συχνά στο μέλλον) που διακινεί μαριχουάνα και που του ανατίθεται να μεταφέρει μια (μεγάλη όπως προκύπτει) δόση από το Μεξικό. Για να το κάνει, πρέπει να σατιρίσει την Όσια Αμερικανική Οικογένεια (που φυσικά θα πέρναγε τα σύνορα χωρίς να την υποπτευθεί κανείς, ειδικά αν φορά μεξικάνικα καπέλα) κατασκευάζοντας ένα μικρό θίασο: Η μαμά είναι μια μοναχική στρίπερ (η Τζένιφερ Άνιστον, η Ρέιτσελ που όλοι αγαπήσαμε), η κόρη είναι μια έφηβη που το ‘χει σκάσει από την δυσλειτουργική της οικογένεια (Έμα Ρόμπερτς, ανεψιά της Τζούλια συνονόματης), ο γιός είναι ένα παρατημένο από την μάνα του παιδί (Εντ Χελμς). Ντύνονται, πλασάρονται ως γνήσιοι αμερικάνοι μεσοαστοί και φυσικά, περνάνε τα σύνορα υπεράνω πάσης υποψίας. Επίσης φυσικά, αρχίζουν οι αναποδιές, αλλά το θέμα είναι αλλού- όσοι είδαν ως τώρα μια σάτιρα, θα δουν την ταινία να αποδομεί τον εαυτό της καταλήγοντας να θεοποιεί αυτό που σατιρίζει: Η συντηρητική, απολιτίκ, θεοσεβούμενη οικογένεια που ταξιδεύει με το τροχόσπιτο και κρύβει τις δυσλειτουργίες της στο πορτ-παγκάζ είναι τελικά το happy end.  Οι αστείες στιγμές είναι μαζεμένες στο trailer, ακόμα και το στριπτίζ της Άνιστον (που κατά βάση ήταν το marketing της ταινίας), ακόμα και όλη η υπόθεση.  

Δύο είναι οι ταινίες που ξεχωρίζουν, για διαφορετικούς λόγους και διαφορετικά γούστα. 


Η Θλιμμένη Τζασμίν (Blue Jasmine) είναι η καινούρια ταινία του Γούντι Άλλεν και στην οποία πρωταγωνιστεί η Κέιτ Μπλάνσετ. Αυτά είναι αρκετά διαπιστευτήρια για αρκετούς, αλλά πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Γούντι Άλεν σταματάει την εκτός Αμερικής περιοδεία του (ξεκίνησε από το Match Point και το Scoop, πήγε στο παραγνωρισμένο Όνειρο της Κασσάνδρας και γνώρισε ένα ψηλό μελαχρινό άντρα, πέρασε τα Μεσάνυχτα στο Παρίσι αφού πρώτα τσέκαρε την Βαρκελώνη με την Βίκυ και την Κριστίνα και ολοκληρώθηκε κάπως κουρασμένα στην Ρώμη, με αγάπη), επιστρέφει σε προσφιλή του θέματα και τα μπολιάζει και με ένα λεπτό κοινωνικό σχολιασμό που μπορεί να γεννήσει ζωηρές μετα-κινηματογραφικές συζήτησεις.  
Πως αλλιώς, όταν η πρωταγωνίστρια ταξιδεύει από την καλογυαλισμένη, ματαιόδοξη και άπληστη αλλά εκτυφλωτικά γυαλιστερή ‘’υψηλή κοινωνία’’ των κοσμικών πάρτι και δεξιώσεων, στην αβάσταχτη (για εκείνη) λαϊκότητα του κοινωνικού περίγυρου της αδερφής της στο Σαν Φρανσίσκο, στην αβάσταχτη (για εκείνη) ανάγκη να βρει δουλειά και στην κατανάλωση αλκοόλ και χαπιών ως λίπασμα για το νευρικό της breakdown.

Κάθε ταινία του Γούντι Άλεν είναι ούτως ή άλλως ένα κινηματογραφικό γεγονός (ακόμα και οι μέτριες δουλειές του, είναι εξαιρετικές) αλλά ήδη η ταινία οδεύει ταχύτατα προς τον πάνθεον των καλύτερων στιγμών του.

Από την άλλη, αλλάζοντας τελείως κλίμα και περνώντας από τις νευρωτικές κοινωνικές κωμωδίες στην περιπετειώδη επιστημονική φαντασία, το Elysium ξεχωρίζει για δυο βασικούς λόγους: Πρώτον, ο σκηνοθέτης κ. Nιλ Μπλομκαμπ είχε παραδώσει πριν 4 χρόνια την παραγνωρισμένη (στο ευρύ κοινό) ταινία District 9, στην οποία οι εξωγήινοι ήταν αναγκασμένοι να στιβάζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης σαν πρόσφυγες σε ένα βαθιά ρατσιστικό πλανήτη και η επιστημονική φαντασία εργαλείο για οξύ κοινωνικό σχολιασμό. Στο Elysium, που εμφανίζεται ο Ματ Ντέιμον και η Τζόντι Φόστερ, μεταξύ άλλων, ο κόσμος το 2154 είναι τόσο βαθιά ταξικά πολωμένος που οι έχοντες ζουν πλουσιοπάροχα σε ένα διαστημικό σταθμό ενώ οι ‘’πολλοί’’ αργοπεθαίνουν σε ένα κατεστραμμένο πλανήτη, απομεινάρι της Γης. Παραμένει βέβαια μια ταινία με μπουμ-μπουμ, δράση, ‘’σωτήρες’’ (ο ρόλος του Ματ Ντέιμον) και τους απαραίτητους ύμνους όταν φτάνει η στιγμή της ‘’θυσίας για το κοινό καλό’’, και στην πραγματικότητα, παρά την αιχμηρή αρχική της πρόθεση δεν αναπτύσσει τις ιδέες και το περιεχόμενο, στο βαθμό που θα μπορούσε. Ανεβάζοντας την κλίμακα της μορφής, ο δημιουργός πάει ένα βήμα πίσω στην κλίμακα του τι έχει να πει πίσω από τα εφέ, και αυτή είναι μια επαναλαμβανόμενη σύμβαση για την μεγάλη μηχανή παραγωγής ταινιών σήμερα.


Πηγαίνοντας όμως στην ουσία της κινηματογραφικής περιπλάνησης, για όσους μένουν και τριγυρίζουν την Αθήνα, μακριά από τα multiplex και μετά από μια κουραστική μέρα στο πλευρό των απεργών καθηγητών και δασκάλων, και εφόσον δεν υπάρχει κάποιο γεγονός στην ΕΡΤ, υπάρχουν σημεία στην πόλη για όμορφες κινηματογραφικές βραδιές. Φυσικά θα ξεχνάμε ή θα μας διαφεύγουν αρκετές περισσότερες, αλλά σε κάθε περίπτωση, η κινηματογραφική εβδομάδα θα μπορούσε να περιλαμβάνει τα εξής, ατάκτως και για κάθε γούστο:

·         Δευτέρα ως Τετάρτη, εκεί γύρω στις 10, στον κινηματογράφο Άστυ στο Μετρό Πανεπιστήμιο, για μια από τις πιο βέβηλες και εμβληματικές ταινίες όλων των εποχών, από ένα κορυφαίο σκηνοθέτη: Η Βιριδιάνα του Λουίς Μπουνιουέλ και την φοβερή ερμηνεία της Σιλβάνα Κορσίνι, η αιτία που κάθε συντηρητικό κύτταρο του πλανήτη ανατρίχιασε κάπου στις αρχές του ’60. Καθώς όλο το έργο του Μπουνουιέλ γίνεται ομορφότερο καθώς παλιώνει η αισθητική του, η Βιριδιάνα είναι μια ταινία που κάθε κινηματογραφόφιλος πρέπει να απολαύσει (ή να γίνει εξ’αιτίας της).

·         Με την παρακάτω σειρά: Αγοράζουμε το τελευταίο Εκτός Γραμμής και διαβάζουμε για το νουάρ, δια χειρός Γ. Καλαμπόκα. Ανατρέχουμε σε όσα νουάρ έργα έχουμε απολαύσει τα τελευταία χρόνια (βιβλία ή ταινίες) και αποφασίζουμε να πάμε θερινό σινεμά για το έργο που βρίσκεται στο λεξικό δίπλα στο λήμμα ‘’noir’’. Το γεράκι της Μάλτας, με τον Χάμφρει Μπόγκαρτ ως Σαμ Σπέιντ από το ομώνυμο βιβλίο του Ντάσιελ Χάμετ (έξοχο, επίσης). Παλιό, κλασσικό καπνισμένο και ασπρόμαυρο, αξίζει να το δει κανείς πριν βγάλουν το αναπόφευκτο remake (έχει αργήσει), στο ΠΑΛΑΣ, Υμητού 109, λίγο μετά τις 10.30. Από έργα σαν αυτά γεννήθηκαν οι femme fatale, οι μοναχικοί ντεντέκτιβ και η γκρίζα ζώνη ανάμεσα στο καλό και το κακό.


·         Εναλλακτικά, στον ίδιο κινηματογράφο, πηγαίνουμε λίγο μετά τις 8, αφού πρώτα όμως έχουμε νοικιάσει το Τριο της Μπελβίλ για after σε κάποιο σπίτι με φίλους. Είναι ο Θαυματοποιός του Σιλβιέν Σομέ (που έχει κάνει και το Τριο της Μπελβίλ) και είναι στην πραγματικότητα μια άσκηση: Πόσο εντυπωσιακά ζεστό και ευχάριστο μπορεί να είναι ένα μινιμαλιστικό animation, χωρίς λόγια, και πόσο γλυκόπικρα ψυχογραφήματα μπορεί να αναπτύξει, κοντράροντας το παλιό με το νέο σε ένα κόσμο που αλλάζει. Και οι δυο ταινίες είναι προϊόντα κινηματογραφικής μαγείας και υψηλής αισθητικής, back to back ακόμα καλύτερα.

·         Πηγαίνοντα σε κλασσικές επιλογές, όχι πολύ μακριά, και μένοντας στην επιλογή για θερινό σινεμά, στο σινε Όασις (9 και 11 οι προβολές) παίζει η Διπλή Ζωή της Βερόνικα του Κριστόφ Κισλόφσκι. Θυμηθείτε: 



       Λίγο πιο κάτω, στον δημοτικό κινηματογράφο ΣινέΔάφνη, μπορεί κάποιος να ξαναδεί Τα πουλιά του Άλφρεντ Χίτστκοκ, ενώ δυο δρόμους πάνω από την Σόλωνος, στον θερινό ΒΟΞ, μπορεί κάποιος να αναζητήσει την καλύτερη ίσως δικαστική ταινία: Οι 12 ένορκοι του Σίντει Λιούμετ είναι ένα κλειστοφοβικό θρίλερ δωματίου, που ενώνει το θέατρο με τον κινηματογράφο και μένει μέχρι σήμερα (από το 1957) αξεπέραστο.



·         Αν τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αρκετό, άλλα δυο: Καθαρή ψυχαγωγία παλιάς κοπής, μεστωμένη σαν καλό κρασί. Ξεχάστε τα πρόχειρα remake με τον Πιρς Μπρόσναν και την Ρενέ Ρούσο- ένα από τα ωραιότερα ζευγάρια, Στιβ ΜακΚοουίν και η Φέι Ντάναγουει στην Υπόθεση Τόμας Κράουν.  Κοντά στη Λεωφόρο εθνικής αντιστάσεως, στην Καισαριανή, κινηματογράφος (θερινός, όσο προλαβαίνουμε) και στις 8.30 και στις 10.30. Είναι γουέστερν, είναι ιστορία με κλέφτες και αστυνόμους, είναι στυλ, είναι φινέτσα, είναι σέξι, είναι υπόδειγμα για τις ταινίες αυτού του είδους. Αλλάζοντας όμως τελείως μέρος και στυλ (κρατάμε το θερινό), πάμε πρώτα μια βόλτα από ένα βιβλιοπωλείο και αγοράζουμε την κραυγή απελευθέρωσης μιας ολόκληρης γενιάς στην Αμερική. Διαβάζουμε το βιβλίο του Τζακ Κέρουακ Στο Δρόμο μονορούφι, σε κάποια ήσυχη γωνιά στο Θησείο ή τις γύρω περιοχές και ύστερα προμηθευόμαστε και το Ουρλιαχτό του Γκίνσμπεργκ για την ποιητική έκφραση της γενιάς του μπιτ. Κατόπιν, πηγαίνουμε στο θερινό Σινέ-Ψυρρή (8.30 είναι καλά, Δευτ-Τετ) και βλέπουμε την μεταφορά του από τον Βάλτερ Σάλες. Εδώ υπάρχει ένα καλό και ένα κακό όμως: Το καλό είναι ότι ο Βάλτερ Σάλες μας έδωσε και τα ημερολόγια μοτοσικλέτας (και άρα τα road movie που κρύβουν στους ορίζοντές τους την επανάσταση του πάνε). Το κακό είναι ότι η ταινία ρέπει συνεχώς στο να αποφορτιστεί από όλα όσα συμβόλισε κάποτε η ελευθεριακή περιπλάνηση του Κέρουακ –ίσως να φταίει η Κίρστεν Στιούαρτ, ίσως είναι αλήθεια ότι κάποια λογοτεχνικά αποτυπώματα μιας γενιάς σε υπαρξιακή αναζήτηση και κοινωνική αμφισβήτηση δεν είναι απαραίτητα κινηματογραφήσημα. 
0 σχόλια

θα ξημέρωνε, θα το βρίσκαμε




Τα πόδια τους ήταν βυθισμένα στο υγρό λεπτό βότσαλο. Πιο πέρα, τα παπούτσια ήταν παρατημένα, μια κάλτσα είχε ήδη απομακρυνθεί από τον αέρα που έφτιαχνε δροσερό σπρέι από τα κύματα και ύστερα τα άπλωνε μονότονα στην άγρια ακτή, με τους φαγωμένους και κοφτερούς βράχους. Δυσοίωνη θάλασσα, τα σύννεφα λίγο πιο πάνω κινούνται παράλληλα με τα κύματα αλλά δεν βρίσκουν στεριά να εκτονωθούν, συνεχίζουν, θα συνεχίσουν. Η βουή είναι πιο δυνατή από τον ήχο των κυμάτων, ο αέρας σηκώνει μαζί με το σπρέι και λεπτή άμμο, κάθε τόσο τους χτυπάει κατα πρόσωπο, τα ακριβά τους ρούχα γεμίζουν αρμύρα και άργιλο.  Με δυσκολία ανάβει ο αναπτήρας, τα δυο χέρια τον προστατεύουν, το τσιγάρο θα σβήσει γρήγορα και καπνός του σχεδόν πονάει στο φάρυγγα. Πολλά, πάρα πολλά τσιγάρα, κλέβουν λίγο από την αμηχανία του χρόνου, κάτι γίνεται, δεν χρειάζεται να στέκεσαι και να μην μιλάς, αυτό θα έκανε τα πράγματα ανυπόφορα.  Σκυμμένο κεφάλι, το χέρι σγαρτζαλεύει τα βότσαλα και την άμμο, κάτι πρέπει να πεις.

‘’Τι κοιτάς;’’
‘’Ξέρω ‘γω...Δεν έχω καταλάβει.  Μια γυναίκα, σχηματίζεται και εξαφανίζεται μετά πάλι, είναι κάπως θολή και κάπως στεναχωρημένη...Μου φαίνεται ότι την ψάχνω στην πραγματικότητα’’
‘’Σαν εμένα δηλαδή; Εδώ είμαι, μπροστά σου’’
‘’Χα’’

Το τσιγάρο τελειώνει γρήγορα. Είναι πικρό, ο αέρας το κάνει χειρότερο. Κάποια στιγμή πρέπει να σηκωθούν. Για αυτόν είναι λίγο πιο δύσκολο. Δεν πολυθέλει. Το νιώθει. Σε λίγο θα ανάψει και άλλο τσιγάρο, τα εναπομείναντα περιφέρονται στο πακέτο, δεν θα βρει άλλα για λίγη ώρα ίσως θα έπρεπε να κάνει πιο αραία, νομίζει ότι θυμάται ότι έχει και άλλο πακέτο στο αυτοκίνητο, παρατημένο από καιρό. Λίγη στάχτη προσγειώνεται στα μαλλιά του, κάνει να την απομακρύνει, διστάζει, βυθίζει την λεπτή λευκή γόπα, κοιτάει ξανά στον ορίζοντα, τα χέρια στους αγκώνες, ίσως κάνει λίγο κρυο για τα ρούχα της. Καμιά φορά η σιωπή είναι πολύτιμη, δύσκολα οι άνθρωποι μοιράζονται μαζί στιγμές σιωπής, αλλά η σιωπή είναι ένα αίνιγμα, σε πιέζει.

‘’Θα μας ψάχνουν’’
‘’Μπορεί. Αλλά είναι γιορτή, δεν νομίζω να μετρούν τους καλεσμένους’’
‘’Δεν μπορεί παρά να μας ψάχνουν, μην λες ανοησίες’’

Ξανά σιωπή, θέλει να την μοιραστεί, δεν υπάρχει τίποτα να μοιραστείς στην σιωπή.  Στα διαλλείματά τους ο χρόνος περνάει, σε λίγο θα σκοτεινιάσει, πόση ώρα βρίσκονται εκεί; Όχι πολύ μακριά, το αυτοκίνητο, η πόρτα του συνοδηγού είναι ακόμα ανοιχτή, τους περιμένει να γυρίσουν, αλλά αυτός δεν σηκώνεται, σκάβει, σκάβει σαν ψάχνει μια αλήθεια θαμμένη μόλις πέντε εκατοστά από το έδαφος, δεν σηκώνει το κεφάλι του, δεν κοιτάει αλλού. Σε λίγο θα σκοτεινιάσει, πανάθεμά σε, δεν το βλέπεις; Δεν το βλέπεις στον ορίζοντα, μια μολυβένια κουβέρτα απλώνεται πάνω από την θάλασσα και έρχεται, έρχεται προς το μέρος μας, ποιος ξέρει τι θα γίνει όταν φτάνει στην ακτή, όταν τελειώσει η θάλασσα;
‘’Πρέπει να δοκιμάσουμε ξανά’’, του λέει.
‘’Δεν έχει νόημα’’
Εγκαταλείπει. Η πίκρα από το τσιγάρο δένεται με κόμπο απελπισίας στο λαιμό, πνίγεται, θέλει να αναπνεύσει αλλά οι αναπνοές τώρα είναι κοφτές και καμία δεν μπορεί  να καλύψει την λαιμαργία για αέρα. Σηκώνεται. Τον τραβάει από τον ώμο, δεν χρειάζεται να μιλήσουν άλλο, αυτός είναι απρόθυμος, αφήνει από την παλάμη του την άμμο να χυθεί σαν σε κλεψύδρα, την ακολουθεί με το κεφάλι σκυμένο, στην πλάτη του είναι το βάρος του κόσμου ή το δικό του βάρος. Θα οδηγήσει αυτή.

Το αυτοκίνητο μυρίζει όμορφα, δεν ήταν ποτέ να φτάσει εκεί, είναι καθαρό, οι ματ επιφάνειες γυαλίζουν, τα καθίσματα αναπνέουν πόλη και κλιματισμό. Μαζί τους φέρνουν άμμο και βότσαλο, το βλέπει, ενοχλείται, αλλά τώρα αυτό δεν είναι σημαντικό, αποφασίζει να μην το σκέφτεται, αυτά θα φύγουν αμέσως, δεν είναι τίποτα. Το αυτοκίνητο γυρίζει, ακολουθεί τον δρόμο που τους έβγαλε εκεί, αν τον ακολουθήσει θα γυρίσει πίσω, δεν μπορεί, κάποια στροφή ίσως έχασαν, ίσως δεν φαίνεται, οι δρόμοι είναι πρόχειροι, οι νεροφαγιές μπερδεύουν, κάπου έχει γίνει ένα λάθος άλλα όποιος δρόμος οδηγεί κάπου, μπορεί να οδηγήσει πίσω, αυτή είναι η ουσία των πραγμάτων.

Για να ακολουθήσεις τα σπόρια που σε φέρανε στο τώρα, αυτά χρειάζεσαι: Μνήμη, διαίσθηση, πείσμα. Η μνήμη είναι παγίδα, η μνήμη πλανεύει, όλα είναι ίδια, όταν πηγαίνεις δεν κρατάς. Η διαίσθση είναι ποτισμένη με αλμύρα, δίψα και κούραση, μην την εμπιστεύεσαι. Το πείσμα, το πείσμα είναι τυφλό. Παίρνει το μπουκάλι για να χαιδέψει τον λαιμό της. Αυτός το κρατάει σφιχτά-
‘’Θα το χρειαστούμε’’, λέει και δεν αναγνωρίζει το βλέμμα του.
‘’Δεν θα το χρειαστούμε’’.

Επιταχύνει χωρίς νόημα, το αυτοκίνητο χορεύει, ενίοτε η θάλασσα φαίνεται, πίσω από σκίνα, πίσω από ελιές, βλέπει το μολυβένιο πέπλο να πλησιάζει και άλλο, ανατριχιάζει, επιταχύνει, ακολουθεί το δρόμο τυφλά, είναι μόνο το πείσμα, αυτός δεν μιλάει, δεν έχει τίποτα να προτείνει, κάθεται και σφίγγει το χέρι του στην χειρολαβή.

Κανένα σταυροδρόμι. Καμία ανάμνηση κάποιας στροφής, λάθος ή σωστής. Κανένας κρυφός δρόμος. Καμία υποψία. Το νιώθει. Το καταλαβαίνει. Ο δρόμος φτάνει στην θάλασσα, στο ίδιο σημείο, από εκεί που ξεκίνησε, η ίδια θάλασσα, τα ίδια βράχια, ο ίδιος πυκνός άνεμος, η ανάσα είναι πάλι ένα μικρό πουγγί με βελόνες στο διάφραγμα. Αυτός σαν να το ήξερε, δεν γυρίζει καν να κοιτάξει, το κεφάλι σκυμμένο, το χέρι στην χειρολαβή, περιμένει. Τι σκατά περιμένει;

Θα κλάψει. Δεν πρέπει να κλάψει. Ή γιατί όχι; Αλλά δεν χρειάστηκε παρά ένα δάκρυ, ένα δάκρυ που θα μπορούσε να είναι και από την ένταση, είναι ένα σύνθημα, αυτός βγαίνει ξανά, περπατάει προς την παραλία, το μολυβένιο πέπλο έρχεται, φέρει μαζί του μια τελεσίδικη αύρα, δεν υπάρχει διέξοδος, είναι τόσο οριστικό που ο κόσμος γίνεται σιωπηλός στο πέρασμά του.

Η σιλουέτα του απομακρύνεται αργά, οι  ώμοι κυρτοί, το κεφάλι σκυμμένο, είναι μια αποδοχή, ίσως και να είναι φυσιολογικό, έχουν δοκιμάσει πια τόσες φορές. Αυτή οδηγούσε, μήπως φταίει αυτή; Γιατί δεν την κατηγορεί; Έχει φτάσει ήδη στο σημείο- εκεί που οι απαντήσεις του είναι πέντε εκατοστά από το έδαφος και τα δάχτυλα βυθίζονται στην υγρασία και την αναμοχλεύουν ψάχνοντας με την αφή, είναι μηχανικές οι κινήσεις του, περιμένει να τον δει να τρεμοσβήνει, να χαλάσει ο προτζέκτορας αυτού του διεφθαρμένου εφιάλτη, ίσως έχει άγχη, ίσως όλα αυτά είναι τέσσερις το πρωί και ίσως πρέπει να κλείσει τον κλιματισμό για να κοιμηθεί πιο ήσυχα. Ίσως πρέπει να σηκωθεί να ξεδιψάσει, ίσως να είναι ήδη πρωί και να έχει αργήσει.

Και ο αέρας φυσάει δυνατά, και η σφεντόνα του κόσμου ρίχνει μαζί του αρμύρα και είναι πηχτός, βαρύς, υγρός, δεν σε θέλει εδώ, σου λέει να φύγεις, φύγε γιατί έρχεται, το μολυβένιο κάλυμμα, θα τα σκεπάσει όλα, θα σκεπάσει την ακτή, θα σκεπάσει αυτόν, θα σκεπάσει και εσένα, και μετά δεν είναι ένδεχόμενο πια, είναι οριστικό.

Ίσως να ούρλιαξε. Εκτόνωση και μόνο, ο αέρας είναι πιο δυνατός, η βουή είναι πιο δυνατή, δεν τα νικάς με τις πολεμικές σου ιαχές. Βγαίνει και τρέχει προς το μέρος του. Φωνάζει από πιο πριν, φωνάζει το όνομά του, αυτός πρέπει να ξυπνήσει, να νοιαστεί, να το δει, να μην το αποδεχτεί, να το πάρει πάνω του, να προτείνει, να δράσει, να σηκώσει το δείκτη και να πει ότι εκεί είναι ο δρόμος και ας μην είναι, δεν μπορεί να οδηγεί άλλο αυτή, κουράστηκε, νύσταξε, διψάει, νιώθει ένοχη, έχασε την στροφή, αφαιρέθηκε, ξεχάστηκε.

Πέφτει σχεδόν  πάνω του, είναι αγκαλιά και χτύπημα, είναι τρυφερότητα και οργή μαζί, είναι υστερία και ηρεμία, ένας κόσμος σκοτεινιάζει και τον έχει ανάγκη, η απάντηση δεν είναι πέντε εκατοστά από το έδαφος. Τον χτυπάει, τον φιλάει, δεν ανταποδίδει τίποτα από τα δυο, στωικός, βυθισμένος σαν άυλος ανάμεσα στα βότσαλά του, μπορεί και να περάσει από μέσα του, τα μάτια του είναι διάφανα και βλέπει από πίσω το μολύβι του κόσμου να έρχεται, είναι ώρα που κάτι πρέπει να γίνει.

Σηκώνεται. Ίσως.

Την κοιτάει. Μπορεί να είναι χαμόγελο. Μπορεί να είναι αίνιγμα. Βγάζει το ακριβό σακάκι.
Βγάζει αργά, μεθοδικά, με σχέδιο, το λευκό πουκάμισο.
Αυτό τινάζεται απελευθερωμένο από τον αέρα, αιωρείται αβέβαιο, περιεργάζεται τον κόσμο χωρίς βάρος, στοχεύει στα σύννεφα, είναι χαμηλά, πέφτει σαν μάζα στα βότσαλα και γδέρνεται πάνω τους, η απορρίνιση θα το κάνει λείο, μεταξένιο, πιο ακριβό ακόμα.
Το παντελόνι πέφτει, είναι πιο βαρύ, στάσιμο, είναι τώρα γυμνός, τώρα χαμογελάει σίγουρα, ίσως να βρήκε την απάντηση. Να, ο δείκτης, επιτέλους.

Αλλά δείχνει εκεί που θα έπρεπε να τρέχει αντίθετα. Δείχνει μέσα, δείχνει βαθιά μέσα στο σούρουπο, δηλώνει ότι βλέπει εκεί, βλέπει εκεί καλύτερα από ότι πίσω, από εκεί που ήρθαν.

Βουτάει. Γελάει, ξεκαρδίζεται, γελάει δυνατά, κάπως πνίγεται, βήχει, γελάει ξανά, χτυπάει δυνατά τα χέρια και τα πόδια του, φωνάζει αλλά είναι άηχο σχεδόν, ίσως την προσκαλεί, ίσως δεν τον νοιάζει, ίσως τελικά είναι μόνο για εκείνον η στιγμή, η θάλασσα, η ελευθερία της γύμνιας του μπροστά στην νύχτα που τώρα καλπάζει προς το μέρος τους.

Κάτσε. Συνειδητοποίησέ το. Αφουγκράσου το. Αποκωδικοποίησέ το. Έπρεπε να το έχεις καταλάβει, να το έχεις καταλάβει πριν είναι τόσο αργά, πριν η νύχτα έρθει μαζί με την απελπισία. Είναι βαρύ, είναι μια μέγγενη, σε πιέζει τόσο που θα κλάψεις αλλά, πανάθεμά σε, έτσι θα έπρεπε να είναι η αλήθεια, δηλαδή τι νόμιζες, δηλαδή θεωρείς ότι επειδή είσαι αόρατη και περνάς αθόρυβα μέσα από τα μεσοτοίχια, ότι η αλήθεια δεν θα είναι και για σένα, εκεί, ότι έχεις κάποιο πλεονέκτημα; Κολυμπάει προς τα πίσω, φώναξέ του, μην χάνεις άλλο χρόνο, πάει εκεί από όπου εσύ πρέπει να φύγεις μακριά, πόσο ακόμα;

Βγαίνει, γελάει, ίσως γελάει με σένα, ίσως να γνωρίζει καλύτερα. Τώρα μιλάει αλλά ακούγονται μόνο σκόρπιοι φθόγγοι, η νύχτα έρχεται και θα καταπιεί μαζί σας και τον ήχο και την αφή.

Ακουμπάνε τα ακροδάχτυλα, έτσι ξεκίνησε, φευγαλέα, σε μια στιγμή, όταν κάθε μέρα διαρκούσε για την κάθε μέρα.

‘’Πρέπει να φύγω’’

Ένα χαμόγελο ή αέρας που βγαίνει από την μύτη κοφτά; Δηλαδή ναι, το ήξερες; Το ήξερες ότι στο τέλος, στο τέλος θα σε αφήσω εδώ και θα φύγω; Γιατί εσύ δεν κοίταξες σωστά την λάθος στροφή; Γιατί δεν κοίταζες; Γιατί δεν κοίταζες πανάθεμά σε; Πως θα φύγουμε από εδώ, αν δεν κοιτάς; Όλη μέρα, και θες να περάσουμε την νύχτα στο μέρος που δεν υπάρχει δρόμος. Γιατί να σου αρέσει εδώ; Πως μπορεί να σου αρέσει εδώ;

Εδώ η μέρα κρατάει όσο η μέρα, και μετά τη νύχτα είναι ξανά μια μέρα. Και τα αστέρια την νύχτα δεν είναι ερωμένες για τα νυχτολούλουδα, είναι μόνο αστέρια και νυχτολούλουδα. Εδώ δεν αργείς, ούτε θα αργήσεις, ότι ώρα και να ξυπνήσεις.

Μα τι λες; Ποιά μέθη γέννησε αυτό το παραλήρημα; Πρέπει να φύγω.

Μπορείς να φύγεις, θα έφευγες, θα έφευγες από την αρχή, εδώ δεν φωλιάζει κανείς, είναι μόνο πέρασμα.

Η απάντησή του, ξαναβουτάει και χάνεται. Ίσως σου δίνει χρόνο. Στα ακροδάχτυλα έχει μείνει ένας απόηχος της αφής, σβήνει σε κάθε παλμό. Θα σβήσει όταν τα δάχτυλα ακουμπήσουν το τιμόνι. Τα μεγάλα φώτα δεν τον βλέπουν πια, ένα λευκό πουκάμισο αλλάζει και γίνεται στιλπνό και γυαλιστερό ξύνοντας την ακτή. Θα το καταπιεί και αυτό η νύχτα. Μπορεί και αυτόν να τον έχει καταπιεί πια, έπρεπε να φύγει και να τον αφήσει, δεν υπήρχε άλλος δρόμος.

Το αυτοκίνητο γυρίζει και δεν επιταχύνει, πηγαίνει αργά, σαν να κινείται μόνο από την κλίση του δρόμου.

Αυτός κολυμπάει και άλλο προς τα μέσα, έχει περάσει πολύ ώρα, δεν τα βλέπει τα μεγάλα της φώτα πια, ίσως τα ξαναδεί, ίσως επιστρέψουν πάλι, ίσως χαθούν πιο βαθιά σε αυτό το σημείο, είναι αυτό το σημείο που πρέπει να στέκεσαι με το ένα πόδι και να τραγουδάς, αλλιώς δεν βρίσκεις την άκρη του.

Αφού κολυμπήσει αρκετά, τόσο που είναι ίσως αργά για τις δυνάμεις του να γυρίσει, έχει όλη την εικόνα, από άκρη σε άκρη, μπορεί να δει όλο το σημείο, φευγαλέα ίσως να βλέπει και τα φώτα της, τουλάχιστον τώρα μπορεί να καταλάβει γιατί και ας μην ξέρει ακόμα που.

Έχει όλη την εικόνα- δεν μπορεί παρά να χαμογελάσει.

Ήταν από την αρχή προφανές, τόσο που δεν φαινόταν./




0 σχόλια

Όσο διαρκεί ένα τσιγάρο

Ως να τελειώσει αυτό το τσιγάρο, στις δίνες του γκρίζου καπνού μπερδεύονται ανέκφραστες ιδέες, στροβιλίζονται μαζί του, ζαλίζονται, μεθούν και πέφτουν, πέφτουν αλλά δεν χτυπούν με κρότο στο πάτωμα, όπως περίμενα, το πάτωμα τις καταπίνει, δεν ακούγεται κανένας θόρυβος, δεν υπάρχουν σπασμένα κομμάτια, και οι δίνες τώρα χορεύουν σε τζαζ μελωδίες που δεν έχω ακούσει, δεν τις παίζω εγώ, δεν ξέρω να παίζω –που βρίσκεσαι;- και σε λίγο η χορωδία είναι φάλτσα και ηχηρή, σε λίγο σφίγγω τα αυτιά και τα χείλη μου, καθώς κάδρα από παλιές φωτογραφίες θρυμματίζονται, καθώς τα παράθυρα σκοτεινιάζουν γιατί είναι μόνο ραγίσματα, και μετά το νιώθω, νιώθω να βυθίζομαι, εγώ και όλα τα έπιπλα, βυθιζόμαστε, είναι κινούμενη άμμος, -που βρίσκεσαι;-

Το πάτωμα είναι η πηχτή θάλασσα, είναι ζεστή, όλα βυθίζονται αργά, σαν να έχουν σχέδιο, κάποια χάθηκαν ήδη, τώρα είναι μέχρι το λαιμό μου, κλείνω τα μάτια μου, παίρνω όση ανάσα μου έχει μείνει –που βρίσκεσαι;- βυθίζομαι, σκοτάδι, και ύστερα πάλι φως ή μάλλον πολλά φώτα, τώρα το στομάχι μου ανεβαίνει, δεν βυθίζομαι πέφτω, πέφτω με απροσδιόριστη ταχύτητα, γύρω μου τα έπιπλα χορεύουν, δεν έχουν πια βάρος, τίποτα δεν έχει βάρος, όλα είναι μετέωρα στην πτώση τους, επιταχύνουν, ξέρω ότι η πρόσκρουση δεν είναι μακριά, νιώθω το τέρμα αυτού του ξέφρενου ασανσέρ να στριγγλίζει, ίσως αυτό ανεβαίνει προς τα πάνω, η ταχύτητα με ζαλίζει, -που βρίσκεσαι;-

Τα τοιχώματα του δοκιμαστικού σωλήνα σπάνε, αμέτρητα κομμάτια αστράφτουν μπροστά μου, καλύπτω το πρόσωπό μου, -που βρίσκεσαι;- νερό και φως ανακόπτουν την πτώση μας, είμαι στην κοσμική αποχέτευση και σύντομα θα με βγάλει στην άπειρη θάλασσα, ήδη ακούω την βουή της, η καρδιά μου πάλλεται στο μπάσο της, τα έπιπλα είναι αραχνιασμένα, σκονισμένα και βρώμικα, στις φωτογραφίες είμαι παιδί, -που βρίσκεσαι;-

Και ύστερα είναι όλα εκεί, ένα σακίδιο, μια μπλούζα, μια κασέτα, είναι όλα εκεί σε μια μάζα, κινείται πιο γρήγορα από εμένα, όλα είναι ένα και το ένα είναι απειλή, η αιώρησή μου δεν μου επιτρέπει να το αποφύγω, με χτυπάει στο στέρνο, φτύνω την ανάσα μου μαζί με τον καπνό, το τσιγάρο πέφτει από το χέρι μου –που βρίσκεσαι;-

Μαζεύω το τσιγάρο από το χαλί, είναι μόνο μια γόπα, μια γόπα και μια καύτρα, καίει ακόμα, θα σβήσει κάποια στιγμή. Δεν θα το πιέσω στο τασάκι, στο υπόσχομαι. Δεν θα το σβήσω εγώ, στο υπόσχομαι. Θα σβήσει μόνο του, στο υπόσχομαι.


-Που βρίσκεσαι;-
Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013 0 σχόλια

The last days of Earth (1)

  Όταν λέει κάποιος επιστημονική φαντασία (sic), κατά βάση μιλάει για ένα σχετικά επαναλαμβανόμενο μοτίβο όπου η τεχνητή νοημοσύνη ξεπερνά το κρίσιμο όριο που ελέγχεται από τον άνθρωπο και αποδεικνύεται ιδιαιτέρως κακότροπη και επιθετική απέναντι στον Δημιουργό της. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα θεματική πάνω στην οποία και μύθους μπορείς να χτίσεις και πράγματα να πεις. Το μεγαλύτερο μέρος των πραγμάτων που έχεις να πεις τα είπε σε 160 λεπτά ο Στάνλει Κιούμπρικ τα Χριστούγεννα του 1968. Επίσης καλά τα είπαν ο κύριος και η κυρία Γουατσόφσκι το 1999, και μάλιστα σε μια φόρμα καθαρά ψυχαγωγική (πράγμα δύσκολο). Ύστερα βγάλανε άλλα δυο προχωρώντας την ιδέα τους και το μπερδέψανε κάπως. Κατ'άλλους του αλλάξανε τα φώτα, συμφωνώ με τους δεύτερους. Θα έλεγα, μόνο για την φλυαρία, ότι καλά τα είπε και ο Άλεξ Πρόγιας με το Dark City, ενώ, και σ'όποιον αρέσει, μια χαρά τα είχε πει και ο Πολ Βερχόβεν με το Robocop (ναι, το Robocop). Θα έλεγα επίσης, με υποκειμενική αγάπη, ότι τον υπαρξιακό σχολιασμό τον είπε ο Ρίντλει Σκοτ και ότι το Blade Runner είναι μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. 

  Βέβαια δεν μιλάμε για κινηματογράφο εδώ, και πράγματι όλα τα παραπάνω έχουν λογοτεχνικό υπόβαθρο. Άρθουρ Κλαρκ (έχει γράψει τρεις Οδύσσειες), Ισαάκ Ασίμοφ και αν θέλει κάποιος και κάτι με πιο καθαρή mainstream φόρμα, Φίλιπ Κ. Ντικ (από το ''Do androids dream of electric sheep'' προέκυψε το Blade Runner ενώ είναι πίσω από το Minority Report, την Ολική Επαναφορά και αρκετά ακόμα). Αρκετοί άλλοι. Ως ερασιτέχνης που σέβεται τον ερασιτεχνισμό του, δεν έχω σκάψει σε πολύ βάθος και μένω στο ''αποτύπωμά'' τους σε διάφορες μορφές (σινεμά, κόμικς, μουσική κλπ). Φυσικά, ανοίγουν πολλές παράλληλες ''γραμμές'', που έχουν να κάνουν με τα εξωγήινα και, κατά βάση, απολυταρχικό σκοταδισμό- τίποτα στο μέλλον δεν είναι ευοίωνο. Αν το θέλει κανείς και πιο πολιτικά, μπορεί να γυρίσει στο μέλλον του παρελθόντος και το 1984. 

  Προκύπτουν όμως, δυο φαγούρες. Η πρώτη είναι ότι εκκρεμεί, στο μεγαλύτερο κομμάτι αυτού του όγκου δουλειάς και δημιουργίας, μια μάχη. Για την ακρίβεια, όχι μια μάχη, Η Μάχη. Θέλω να ελπίζω ότι είναι σαφές- Κάποιος κέρδισε ολοσχερώς για αυτήν την δυστοπική απεικόνιση του μέλλοντος, και κάποιος έχασε. Στο ιστορικό νήμα με τα πολλά ενδεχόμενα, κάπου η σύγκρουση κορυφώθηκε και το αποτέλεσμά της μπορεί να ήταν διαφορετικό, αναλόγως τον νικητή. Άλλωστε, όλες οι σκοτεινές μητροπόλεις του μέλλοντος, εκδοχές του ίδιου κοινωνικού συστήματος εκπροσωπούν. Τι έγινε στην πορεία; 

 Η δεύτερη είναι παρόμοια- βλέπεις την ανθρώπινη υπόσταση των ρομπότ, τα ρομπότ εξανθρωπίζονται και ίσως για αυτό προκύπτουν τόσο μαλακισμένα. Διαφωνώ. Μάλλον γίνεται το ανάποδο, όπως το είχαν πει κάποτε και οι Radiohead. 

  
  Διάφορα σκόρπια υπήρχαν αρκετό καιρό- πως είναι η εργασία όταν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής είναι τόσο αυτοματοποιημένο; Ποιο είναι το οριακό σημείο της Μάχης και πως θα μπορούσε αυτή να εκφραστεί; Ποιο μπορεί να είναι το πρότυπο του ρομποτοποιημένου ανθρώπου; Τι φοβίζει τους ανθρώπους αν ξεπεράσουν τον Θεό; Ποιοί είναι οι αρμοί που κρατούν μια κοινωνία ενωμένη όταν η καθημερινότητα είναι τόσο ζοφερή; Πόσο εύκολη και πόσο βαθιά είναι η χειραγώγηση όταν θα έχεις βιοτεχνολογία τέτοιου επιπέδου; Τι σκοπό θα έχει; 

 Κατά βάση, υπήρχε η Μάχη. Η ιστορία αυτή, που απλώθηκε τόσο που απ'ότι φαίνεται θέλει άλλο τόσο επί δυο ακόμα, έχει να κάνει με την Μάχη. Εκεί καταλήγει, αλλά ξεκινά λίγο πιο πίσω. Γιατί το άλλο ερώτημα είναι η φόρμα, και ο ερασιτέχνης που σέβεται τον ερασιτεχνισμό του θέλει μια φόρμα που να διασκεδάζει κατ'αρχήν, τον ίδιο. 

 Οπότε είναι επιστημονική φαντασία, έχει ρομπότ και τέτοια, και διάφορες κλεμμένες και mash-up ιδέες για το πως λειτουργούν οι καφετιέρες και τα αυτοκίνητα στο μέλλον. Είναι και 100 χρόνια (και βάλε) μετά. Είναι φυσικά περιπέτεια και έχει και love-story, ή δυο τρια από αυτά.  Έχει και εξωγήινους. Μαζί με αυτοκτονικές ποιήτριες και φιλοσόφους που σκέφτονται πέρα από τι λέξεις (και για αυτό δεν γράφουν τις φιλοσοφίες τους). Έχει και αυτό που μπορεί να φαντάζεται κανείς ως τον τέλειο άνθρωπο, τον άνθρωπο πέρα από τον άνθρωπο, στην υπηρεσία του ανθρώπου. Και έχει φυσικά, και την μητέρα των μαχών, αλλά όχι ακόμα, αυτό είναι μόνο το πρώτο μέρος. 

 Όλα αυτά θα ήταν μια σούπα από ιδέες. Ο κρίνος ήταν ένα τραγούδι. Αυτό το τραγούδι. Οι λέξεις ήρθαν εύκολα και ορμητικά μετά από αυτό το τραγούδι, δεν σταμάτησαν παρά μόνο όταν άρχισε σιγά σιγά να τελειώνει το καλοκαίρι. 





Οπότε, καλή ανάγνωση: Διαβάστε πατώντας την λέξη ''πατώντας''. 


0 σχόλια

ΔΙ ΑΡΛΕΚΙΝ ΠΑΡΟΝΤΙ - και άλλες καταστάσεις

 Το ξαναδιάβασα μετά από καιρό, για δυο λόγους:

Ο πρώτος ήταν ότι έπρεπε να μπω σε ένα πλοίο, και το πλοίο απαιτεί πάντα ένα καλό βιβλίο που να κάνει δυο πράγματα- να σε κρατάει ξύπνιο (σπάνια αρετή, σε ανθρώπους και βιβλία) και κατά προτίμηση να ''βγαίνει'' όσο κρατάει το ταξίδι. 

Ο δεύτερος είναι ότι έχω καθυστερήσει να προμηθευτώ τα 12 ΚΑΡΕ, καθώς ο Δημήτρης Γκιούλος όπως ήταν αναμενόμενο, συνέχισε και συνεχίζει να ενώνει τις λέξεις του, και ήθελα να κάνω μια επανάληψη πριν περάσω στο επόμενο πιάτο. 

Είδα λοιπόν, στην αφιέρωση (αμέ, με αφιέρωση το έχω!) την προτροπή του να τον κρίνω (αφού γελάσω) και έτσι, αφού γέλασα και το ευχαριστήθηκα ξανά, here we go: 



Υπάρχει ένα κοινό ανάμεσα στις ιστορίες. Αναφέρομαι σε μια θεματική ενότητα, και όχι στα πανταχού παρόντα φετίχ του συγγραφέα:  Στριφτά τσιγάρα, ελεύθερο camping, σαρκώδη χείλη και μεταμεσονύχτια τραίνα. Όπως λοιπόν λέει και ο ίδιος, οι πρωταγωνιστές του είναι ''ήρωες'' στις ιστορίες τους, αλλά κομπάρσοι, στην πραγματικότητα, στο χωροχρόνο των ιστοριών τους. Οι ατομικότητες είναι πράγματι κάπου ανάμεσα σε δυο δρομολόγια τραίνων- κάποια πάνε σε κάποιο πεπρωμένο, κάποια γυρίζουν στην στασιμότητα, κανένα δεν έχει έρθει ακόμα και κανείς δεν ξέρει ποιο είναι το επόμενο. Άνθρωποι σε αναζήτηση αισιοδοξίας, με όρους υπαρξιακούς και ταυτόχρονα γειωμένους. Πρέπει να την αντλήσουν από αυτό που έχουν, αλλά αυτό που έχουν δεν το ελέγχουν οι ίδιοι. Φυσικά, εκεί τριγυρίζει, αρχικά σαν φάντασμα και μετά σαν αναπάντεχη έκπληξη, ο έρωτας: 

Οι δυο κεντρικές ιστορίες, η ομώνυμη και η τελευταία (''Συγγραφέας, καταστάσεις ομηρίας και happy end) έχουν σαν κοινή θεματική τον έρωτα. Εδώ θέλει μια προσοχή. Υπάρχουν τόσες ιστορίες για τον έρωτα, γράφονται κάθε μέρα από απρόσωπους αγνώστους και καταναλώνονται μέσα από άρλεκιν, φτηνά τραγούδια και αλλεπάλληλα happy end, που τελικά το πιο δύσκολο θέμα για να μιλήσεις, είναι ο έρωτας. Διαβάζοντας τις δυο ιστορίες αυτές, βλέπει κανείς ένα μεγάλο κλισέ (με φούστα πλισέ) να έρχεται. Και ύστερα, ο Δημήτρης παίρνει το κλισέ και το κάνει splatter. Το να προσεγγίσεις τον υλισμό του έρωτα, το να δεις τις ταξικές αντιθέσεις γύρω από τα πρότυπά του, το να φτύσεις κατάμουτρα ότι, παίδες, ελέγχονται όλα από την κοινωνική νόρμα που φοράτε σαν μπανέλα στο κεφάλι σας είναι ίσως η μόνη οδός για να τον μυθοποιήσεις ξανά- ακόμα και αν αυτό, για την σημερινή εποχή είναι ακόμα WIP. Μπορεί κάποιος όμως να είναι βαθιά συναισθηματικός και τρυφερός απογυμνώνοντας κάθε πιθαμή του κοινωνικού make up- δεν θα περίμενε κανείς κάτι διαφορετικό από έναν άνθρωπο που ούτως ή άλλως, βάζει τις λέξεις του σε μια σειρά που υπαγορεύεται από την πάντα διαρκή αμφισβήτηση της κανονικότητας γύρω του. Είναι λοιπόν στην μια του όψη Αρλεκιν Πάροντυ (γιατί εκεί τα καγκουρώ δεν αστειεύονται και μέσα από τις τούρτες δεν βγαίνουν μοντέλα αλλά αποδόμηση προτύπων) αλλά αν ξύσεις λίγο την επιφάνεια, είναι και μια κραυγή: Σοβαρευτείτε. Και όπως βλέπει κανείς στην τελευταία ιστορία, είναι και μια κραυγή επίκαιρη (ειδικά βλέποντας την στρατιά των ''διανοούμενων'' που η μισή Αθήνα απολαμβάνει την ανεξέλεγκτη λίμπιντό τους ή θεωρούν το Πολυτεχνείο Κλισέ-Πλισέ). 

Ανάκατα στις ιστορίες μπορείς να τα βρεις όλα, λιγότερο ή περισσότερο: Είναι η φιλοσοφία των στιγμών από τα Φτηνά Τσιγάρα, είναι η παρωδία του Λένου Χρηστίδη, είναι ο βαθιά τρυφερός σοδομισμός της κανονικότητας από τον Μπουκόφσκι, είναι ένα κράμα που αναδύεται και γίνεται τελικά αυτοτελές και αυτόνομο. Ξεχωρίζω, έτσι, κουβέντα να γίνεται, το τραίνο των 03.22 και το 8-0. Αλλά είναι πολλά ακόμα, από κρέμες Γιώτης σε αυτόχειρες και φωτογράφους, και από όμορφες προβατίνες σε ARGOODάκια σε ρόλο αστικής συνείδησης. Το κυριότερο, ο Δημήτρης γράφει και γουστάρει, άλλοτε συνειρμικά άλλοτε με σχέδιο, και μαζί του γουστάρει και όποιος το διαβάζει. Αλλά δεν είναι μόνο θέμα γούστου, είναι και η ανάγκη να υπάρξει αυτή η λογοτεχνία, να υπάρξει αυτή η αποδόμηση, να ανακατευτούν ξανά οι λέξεις που ως τώρα φτιάχνουν νόρμες και ψευδεπίγραφες βιτρίνες αισθητικής κακογουστιάς και να ενωθούν ως ερωτική και προσωπική αφύπνιση. 

Ορίστε λοιπόν ποια είναι μια καλή χρήση του βιβλίου αυτού: Πάρτε το, και έχετέ το μαζί σας. Στην πρώτη βιβλιοθήκη που θα βρείτε, σε σπίτι γνωστού/φίλου/θείας/whatever που θα έχει σε κάποιο ράφι διάφορα Άρλεκιν, το βγάζετε διακριτικά και το τοποθετείτε ανάμεσά τους. Είναι άψογα σχεδιασμένο το μούλικο (μπράβο και στις εκδόσεις Χαραμάδα, να τα λέμε αυτά), και καμουφλάρεται μέσα στην αισθητική κανονικότητά τους. Ύστερα περιμένετε. Μια μέρα θα τραβηχτεί από το ράφι, και αντί για τον Τζον-Τζον που αγάπησε παράφορα και την Ντέμπρα που είναι μονίμως ανάμεσα σε δυο άντρες, η αισθητική κανονικότητα θα διαταραχτεί συθέμελα και ύστερα το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι η βλάβη να είναι ανεπανόρθωτη. 

Διαβάζεται ακούγοντας: Τυχαία, αλλά πολύ ταιριαστά,

Διαβάζεται τρώγοντας: E, κρέμα Γιώτης. Και μετά στριφτό τσιγάρο. Και μετά σεξ. 
Διαβάζεται σε: Κατά προτίμηση ελεύθερο camping, ή πλοίο προς τα εκεί, αλλά αν δεν είναι πρόχειρο, σε πλατείες που μυρίζουν ανυπακοή
Διαβάζεται βλέποντας: Δεν γίνεται να διαβάζεις και να βλέπεις κάτι, duh. 


 
;