Ήταν υπερβολικές οι αντιδράσεις για το καινούριο κομμάτι του Πορτοκάλογλου;
Κατ'αρχήν είναι σαφές ότι για να είσαι στο στόχαστρο του διαδικτύου (της προοδευτικής μεριάς του τουλάχιστον), μάλλον κάποιος λόγος θα υπάρχει - Ο Πορτοκάλογλου διεκδίκησε ο ίδιος για τον εαυτό του ''πολιτικοκοινωνικό'' σχόλιο μέσα από το τραγούδι του, οπότε εύλογα θα το λουστεί και ως τέτοιο.
Κατ'αρχήν είναι σαφές ότι για να είσαι στο στόχαστρο του διαδικτύου (της προοδευτικής μεριάς του τουλάχιστον), μάλλον κάποιος λόγος θα υπάρχει - Ο Πορτοκάλογλου διεκδίκησε ο ίδιος για τον εαυτό του ''πολιτικοκοινωνικό'' σχόλιο μέσα από το τραγούδι του, οπότε εύλογα θα το λουστεί και ως τέτοιο.
Άλλωστε, ο ίδιος μουσικός είχε υπογράψει εκείνο το ''μανιφέστο'' για την Κεντροαριστερά, μαζί με κάτι άλλες μεγάλες καλλιτεχνικές μορφές - σύμβολα, όπως το duckface της Σώτης Τριανταφύλλου, τα ''τραβα-γαμίσου-μωρή'' αλανιάρικα βρισίδια του Θανάση Χειμωνά και τα διαφημιστικά σποτάκια της ΔΗΜΑΡ του Γιάννη Μπέζου. Εκείνο το πολύκροτο μανιφέστο που έγινε πρώτη είδηση για περίπου τρεις ημέρες, επανέφερε για κάποιο λόγο το όνομα του Σημίτη στην επικαιρότητα, έδωσε στο duckface της Τριανταφύλλου μερικά λεπτά τηλεπαρουσίας, κυρίως στο Mega, έκανε τον Χειμωνά κάτι σαν υποψήφιο για την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ και γενικά μάζεψε κάποιους καλλιτέχνες για αντίπαλο δέος στον Τατσόπουλο που εκείνη την περίοδο σάρωνε τηλεοπτικά αποδεικνύοντας ότι είναι πιο μάτσο από τους μάτσο Χρυσαυγίτες ως βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Όλοι αυτοί αποτέλεσαν μια φουρνιά δημιουργών που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στις αρχές του '90 και για κάποιο λόγο μετατράπηκε σε μια περίεργη ανφάν γκατέ από τα μέσα του '00. Μια μερίδα μιας γενιάς καλλιτεχνών που, είτε ''χώθηκαν'' στην πολιτική είτε όχι, χαρακτηρίστηκε από τις επιτυχίες, τους πλατινένιους δίσκους και την ''δημιουργική ανακύκλωση'' του εαυτού της.
Στα μνημονιακά χρόνια, αρκετός κόσμος και η νεολαία στράφηκαν προς τους καλλιτέχνες περιμένοντας κάτι, περιμένοντας να φτιαχτούν μελωδίες και να ενωθούν λέξεις που θα εκφράζουν ταυτόχρονα οργή και ελπίδα, που θα φέρνουν το νέο και αισιοδοξία- πολλοί καλλιτέχνες τους διέψευσαν, ίσως επειδή η δημιουργική τους πορεία δεν τους επέτρεπε πια να παραμείνουν συνδεδεμένοι με τους καιρούς τους και να αναπολούν τις παλιές καλές εποχές, που τα βιβλία και τα cd αγοραζόντουσαν κυρίως ως καταναλωτικά αγαθά και δευτερευόντως ως καλλιτεχνικά συμβάντα. Εποχές που η καλή διαφήμιση ήταν εξ'ίσου σημαντική με το ποιοτικό δημιούργημα.
Ο Θοδωρής Πάγκαλος, πιθανότατα ο ορισμός του ''ξοφλημένου παλιού'' και σε μορφή και σε περιεχόμενο, όντας αρκετά έξυπνος, κατάλαβε ότι αν δεν μπορείς να πας μαζί με την εποχή σου, καλύτερα να της πας κόντρα- αλλιώς θα σε ξεπεράσει και θα σε στείλει στην αφάνεια. Ο φόβος της αφάνειας είναι σχεδόν εφάμιλλος του φόβου του θανάτου για τον ναρκισσισμό που ανέπτυξαν τα ''Πρόσωπα'' του εκσυγχρονισμού του '90. Ο Πάγκαλος είχε μόνο έναν τρόπο να παραμένει προσκεκλημένος σε ραδιόφωνα και τηλεοπτικές εκπομπές- να λέει τα χειρότερα με τον χειρότερο τρόπο. Τι νόημα άλλωστε θα είχε για ένα μέγεθος σαν αυτό του Πάγκαλου να πει κάτι του τύπου: ''Φάγαμε δυστυχώς πολλά, κάποιοι άλλοι φάγανε μαζί μας, την πληρώνουν και άλλοι τώρα αλλά είναι αναγκαίο κακό''; Είναι μια φράση με ανάλογο πολιτικό κυνισμό, αλλά είναι μια φράση που θα έκανε ένα μικρό πέρασμα σε πρωινή εκπομπή του Μέγκα και κανείς δεν θα ασχολιόταν άλλο μαζί της. Μαζί τα φάγαμε, γιατί έτσι συσπειρώνονται αυτοί που φάγανε τα περισσότερα και έτσι σε βρίζουν κιόλας οι ούτως ή άλλως, πολιτικοί σου αντίπαλοι.
Θα ήταν άστοχο να αναγνωρίσουμε είκοσι κουσούρια σε μια ολόκληρη εποχή και να μην δούμε ότι η μήτρα σε κάθε κουσούρι δεν μπορεί παρά να επηρεάσει όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής- μαζί και τον καλλιτεχνικό κόσμο. Η ευκολία, η αρπαχτή, το φαίνεσθαι, η (χρηματιστηριακής εμπνεύσεως) φούσκα είναι όλα εκεί.
Με άλλα λόγια, το Ποτάμι υπήρχε πριν το Ποτάμι. Είναι άλλωστε προφανές σήμερα: Ποιος από όλους τους παραπάνω δεν θα μπορούσε να είναι στο Ποτάμι, αύριο κιόλας; Άνθρωποι της τηλεόρασης ή εξαρτημένοι από αυτήν, άνθρωποι που στην διάλυση του ΠΑΣΟΚ έμειναν ορφανοί, άνθρωποι και ιδέες του παλιού που παραμένει παλιό και ας ντύνεται με καινούρια ρούχα.
Ο Νίκος Πορτοκάλογλου θα μπορούσε σήμερα να είναι ένα από τα δημοφιλή πρόσωπα του Ποταμιού και δεν αποκλείεται να γίνει, καθώς το κομμάτι που έγραψε θα μπορούσε να είναι και ο ύμνος του Ποταμιού. Οι στίχοι του δεν είναι αντιδραστικοί επειδή φέρνουν στον Πάγκαλο, είναι αντιδραστικοί επειδή είναι κενοί και αποκρύπτουν μεγάλο μέρος της αλήθειας και επιδιώκουν πολύ να είναι αρεστοί σε έναν υποθετικό ''μέσο όρο''. Το φάρμακο είναι ''φριχτό'' λέει ο Πορτοκάλογλου, αλλά με αυτό ''κάποιος προσπαθεί να μας γιατρέψει'', ξεκαθαρίζει. Και για να ολοκληρώσει το νόημά του, ονοματίζει ''κοπάδι'' όλους αυτούς που βγήκαν από το κοπάδι (του δικομματισμού) και αυτοονοματίζεται ''μειοψηφία''. Ο Σταύρος Θεοδωράκης ήδη σιγοσφυρίζει τον σκοπό.
Και όμως, χωρίς αυτήν την ιδιαιτερότητα, χωρίς αυτήν την πρόκληση, το καινούριο τραγούδι του Πορτοκάλογλου ίσως ποτέ να μην το μαθαίναμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ''κακό'' ή κάτι τέτοιο . Όπως αντίστοιχα, αμφιβάλω αν κανείς γνωρίζει ένα άλλο τραγούδι πέραν του ομώνυμου από το δίσκο ΄'Ίσως'' (και μην πει κανείς το ''Τι λάθος κάνω'' γιατί σε τελική ανάλυση, από τον Χαρούλη το έμαθε). Και αυτό επειδή είναι άνευρο, αδιάφορο σε γενικό πλαίσιο και με μόνα ενδιαφέροντα σημεία την αμυδρή ανάμνηση του ''Τα καράβια μου καίω'' και τον συνειρμό που προκαλεί με το Road to Nowhere (εκτός και αν το τελευταίο το έπαθα μόνο εγώ).
Από το 1995 άλλωστε, και το εξαιρετικό ''Κλείσε τα Μάτια'' στην ταινία Ακροπόλ του Βούλγαρη (λίγο μετά το επίσης εξαιρετικό ''Τα καράβια μου καίω''), η καριέρα του Πορτοκάλογλου είναι ένα κολλάζ με κάποιες αναλαμπές και κάποια ραδιοφωνικά hit (όπως το Θάλασσα μου Σκοτεινή). Φυσικά, δεν μπορεί κανείς με ευκολία να κρίνει έναν καλλιτέχνη με τεράστια διαδρομή, αλλά ο Πορτοκάλογλου μοιάζει με μια ιστορία (που παίχτηκε αρκετές φορές για πολλούς) ενός δημιουργού που μπήκε με ορμή και με διάθεση να ανανεώνει συνεχώς τον εαυτό του (από τους Φατμέ στην solo καριέρα και στον πειραματισμό με τον ηλεκτρονικό ήχο κλπ) αλλά κάπου επαναπαύτηκε στα sold out, στα encore των μεγάλων επιτυχιών και στην σιγουριά ενός brand name που χωρίς ιδιαίτερο κόπο θα λάβει την κυκλοφορία και την προώθηση που για άλλους αποτελεί όνειρο. Εκτός και αν κάποιος θεωρεί ότι οι ''μπλουζ διασκευές'' των λαϊκών κομματιών που έκανε πρόσφατα αποτελούν κάτι ελάχιστα πιο ξεχωριστό από τις αναρίθμητες και συχνά, πολύ πιο πρωτότυπες διασκευές που συναντά κανείς σε μια βόλτα στα μπαρ της Αθήνας και της επαρχίας.
Με άλλα λόγια, ο Πορτοκάλογλου δεν είναι τόσο το πρόβλημα, με την έννοια ότι τα προβλήματα σπανίως είναι προβλέψιμα. Η φασαρία που γίνεται για το καινούριο κομμάτι του Πορτοκάλογλου δείχνει ξανά την ανάγκη για το νέο, για την πρωτοπορία και την ανανέωση. Η οποία με την σειρά της, δεν θα ξεπηδήσει με κάποια παρθενογένεση, αλλά αντλώντας από το παλιό και κάνοντας το νέο με την ορμή και την διάθεσή της.
Όσο λιγότερο ακούει κανείς τον Πορτοκάλογλου να θεωρεί γιατρικό φάρμακο την Τρόικα και την τσαλαπάτηση της αξιοπρέπειας του κοινού του, τόσο δημιουργεί τον χώρο για νέα ακούσματα και νέα πρόσωπα. Και όσο λιγότερο τον ακούει, τόσο δεν θα ξεχνάει τον Πορτοκάλογλου και τους Φατμέ, τον μετρίως μέτριο και πάντα μετρημένο, τον Πορτοκάλογλου που έγραψε αυτό το υπέροχο κομμάτι για όσους ''χούντα δεν γνωρίσανε μα ούτε ελευθερία, της μεταπολίτευσης χαμένη γενιά''.
Και ίσως, όσο λιγότερο τον ακούει κανείς, να του δοθεί ένα δημιουργικό κίνητρο να συνεχίσει από εκεί που το άφησε και να τον ακούμε ξανά με την ίδια αγάπη.