Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

θα ξημέρωνε, θα το βρίσκαμε




Τα πόδια τους ήταν βυθισμένα στο υγρό λεπτό βότσαλο. Πιο πέρα, τα παπούτσια ήταν παρατημένα, μια κάλτσα είχε ήδη απομακρυνθεί από τον αέρα που έφτιαχνε δροσερό σπρέι από τα κύματα και ύστερα τα άπλωνε μονότονα στην άγρια ακτή, με τους φαγωμένους και κοφτερούς βράχους. Δυσοίωνη θάλασσα, τα σύννεφα λίγο πιο πάνω κινούνται παράλληλα με τα κύματα αλλά δεν βρίσκουν στεριά να εκτονωθούν, συνεχίζουν, θα συνεχίσουν. Η βουή είναι πιο δυνατή από τον ήχο των κυμάτων, ο αέρας σηκώνει μαζί με το σπρέι και λεπτή άμμο, κάθε τόσο τους χτυπάει κατα πρόσωπο, τα ακριβά τους ρούχα γεμίζουν αρμύρα και άργιλο.  Με δυσκολία ανάβει ο αναπτήρας, τα δυο χέρια τον προστατεύουν, το τσιγάρο θα σβήσει γρήγορα και καπνός του σχεδόν πονάει στο φάρυγγα. Πολλά, πάρα πολλά τσιγάρα, κλέβουν λίγο από την αμηχανία του χρόνου, κάτι γίνεται, δεν χρειάζεται να στέκεσαι και να μην μιλάς, αυτό θα έκανε τα πράγματα ανυπόφορα.  Σκυμμένο κεφάλι, το χέρι σγαρτζαλεύει τα βότσαλα και την άμμο, κάτι πρέπει να πεις.

‘’Τι κοιτάς;’’
‘’Ξέρω ‘γω...Δεν έχω καταλάβει.  Μια γυναίκα, σχηματίζεται και εξαφανίζεται μετά πάλι, είναι κάπως θολή και κάπως στεναχωρημένη...Μου φαίνεται ότι την ψάχνω στην πραγματικότητα’’
‘’Σαν εμένα δηλαδή; Εδώ είμαι, μπροστά σου’’
‘’Χα’’

Το τσιγάρο τελειώνει γρήγορα. Είναι πικρό, ο αέρας το κάνει χειρότερο. Κάποια στιγμή πρέπει να σηκωθούν. Για αυτόν είναι λίγο πιο δύσκολο. Δεν πολυθέλει. Το νιώθει. Σε λίγο θα ανάψει και άλλο τσιγάρο, τα εναπομείναντα περιφέρονται στο πακέτο, δεν θα βρει άλλα για λίγη ώρα ίσως θα έπρεπε να κάνει πιο αραία, νομίζει ότι θυμάται ότι έχει και άλλο πακέτο στο αυτοκίνητο, παρατημένο από καιρό. Λίγη στάχτη προσγειώνεται στα μαλλιά του, κάνει να την απομακρύνει, διστάζει, βυθίζει την λεπτή λευκή γόπα, κοιτάει ξανά στον ορίζοντα, τα χέρια στους αγκώνες, ίσως κάνει λίγο κρυο για τα ρούχα της. Καμιά φορά η σιωπή είναι πολύτιμη, δύσκολα οι άνθρωποι μοιράζονται μαζί στιγμές σιωπής, αλλά η σιωπή είναι ένα αίνιγμα, σε πιέζει.

‘’Θα μας ψάχνουν’’
‘’Μπορεί. Αλλά είναι γιορτή, δεν νομίζω να μετρούν τους καλεσμένους’’
‘’Δεν μπορεί παρά να μας ψάχνουν, μην λες ανοησίες’’

Ξανά σιωπή, θέλει να την μοιραστεί, δεν υπάρχει τίποτα να μοιραστείς στην σιωπή.  Στα διαλλείματά τους ο χρόνος περνάει, σε λίγο θα σκοτεινιάσει, πόση ώρα βρίσκονται εκεί; Όχι πολύ μακριά, το αυτοκίνητο, η πόρτα του συνοδηγού είναι ακόμα ανοιχτή, τους περιμένει να γυρίσουν, αλλά αυτός δεν σηκώνεται, σκάβει, σκάβει σαν ψάχνει μια αλήθεια θαμμένη μόλις πέντε εκατοστά από το έδαφος, δεν σηκώνει το κεφάλι του, δεν κοιτάει αλλού. Σε λίγο θα σκοτεινιάσει, πανάθεμά σε, δεν το βλέπεις; Δεν το βλέπεις στον ορίζοντα, μια μολυβένια κουβέρτα απλώνεται πάνω από την θάλασσα και έρχεται, έρχεται προς το μέρος μας, ποιος ξέρει τι θα γίνει όταν φτάνει στην ακτή, όταν τελειώσει η θάλασσα;
‘’Πρέπει να δοκιμάσουμε ξανά’’, του λέει.
‘’Δεν έχει νόημα’’
Εγκαταλείπει. Η πίκρα από το τσιγάρο δένεται με κόμπο απελπισίας στο λαιμό, πνίγεται, θέλει να αναπνεύσει αλλά οι αναπνοές τώρα είναι κοφτές και καμία δεν μπορεί  να καλύψει την λαιμαργία για αέρα. Σηκώνεται. Τον τραβάει από τον ώμο, δεν χρειάζεται να μιλήσουν άλλο, αυτός είναι απρόθυμος, αφήνει από την παλάμη του την άμμο να χυθεί σαν σε κλεψύδρα, την ακολουθεί με το κεφάλι σκυμένο, στην πλάτη του είναι το βάρος του κόσμου ή το δικό του βάρος. Θα οδηγήσει αυτή.

Το αυτοκίνητο μυρίζει όμορφα, δεν ήταν ποτέ να φτάσει εκεί, είναι καθαρό, οι ματ επιφάνειες γυαλίζουν, τα καθίσματα αναπνέουν πόλη και κλιματισμό. Μαζί τους φέρνουν άμμο και βότσαλο, το βλέπει, ενοχλείται, αλλά τώρα αυτό δεν είναι σημαντικό, αποφασίζει να μην το σκέφτεται, αυτά θα φύγουν αμέσως, δεν είναι τίποτα. Το αυτοκίνητο γυρίζει, ακολουθεί τον δρόμο που τους έβγαλε εκεί, αν τον ακολουθήσει θα γυρίσει πίσω, δεν μπορεί, κάποια στροφή ίσως έχασαν, ίσως δεν φαίνεται, οι δρόμοι είναι πρόχειροι, οι νεροφαγιές μπερδεύουν, κάπου έχει γίνει ένα λάθος άλλα όποιος δρόμος οδηγεί κάπου, μπορεί να οδηγήσει πίσω, αυτή είναι η ουσία των πραγμάτων.

Για να ακολουθήσεις τα σπόρια που σε φέρανε στο τώρα, αυτά χρειάζεσαι: Μνήμη, διαίσθηση, πείσμα. Η μνήμη είναι παγίδα, η μνήμη πλανεύει, όλα είναι ίδια, όταν πηγαίνεις δεν κρατάς. Η διαίσθση είναι ποτισμένη με αλμύρα, δίψα και κούραση, μην την εμπιστεύεσαι. Το πείσμα, το πείσμα είναι τυφλό. Παίρνει το μπουκάλι για να χαιδέψει τον λαιμό της. Αυτός το κρατάει σφιχτά-
‘’Θα το χρειαστούμε’’, λέει και δεν αναγνωρίζει το βλέμμα του.
‘’Δεν θα το χρειαστούμε’’.

Επιταχύνει χωρίς νόημα, το αυτοκίνητο χορεύει, ενίοτε η θάλασσα φαίνεται, πίσω από σκίνα, πίσω από ελιές, βλέπει το μολυβένιο πέπλο να πλησιάζει και άλλο, ανατριχιάζει, επιταχύνει, ακολουθεί το δρόμο τυφλά, είναι μόνο το πείσμα, αυτός δεν μιλάει, δεν έχει τίποτα να προτείνει, κάθεται και σφίγγει το χέρι του στην χειρολαβή.

Κανένα σταυροδρόμι. Καμία ανάμνηση κάποιας στροφής, λάθος ή σωστής. Κανένας κρυφός δρόμος. Καμία υποψία. Το νιώθει. Το καταλαβαίνει. Ο δρόμος φτάνει στην θάλασσα, στο ίδιο σημείο, από εκεί που ξεκίνησε, η ίδια θάλασσα, τα ίδια βράχια, ο ίδιος πυκνός άνεμος, η ανάσα είναι πάλι ένα μικρό πουγγί με βελόνες στο διάφραγμα. Αυτός σαν να το ήξερε, δεν γυρίζει καν να κοιτάξει, το κεφάλι σκυμμένο, το χέρι στην χειρολαβή, περιμένει. Τι σκατά περιμένει;

Θα κλάψει. Δεν πρέπει να κλάψει. Ή γιατί όχι; Αλλά δεν χρειάστηκε παρά ένα δάκρυ, ένα δάκρυ που θα μπορούσε να είναι και από την ένταση, είναι ένα σύνθημα, αυτός βγαίνει ξανά, περπατάει προς την παραλία, το μολυβένιο πέπλο έρχεται, φέρει μαζί του μια τελεσίδικη αύρα, δεν υπάρχει διέξοδος, είναι τόσο οριστικό που ο κόσμος γίνεται σιωπηλός στο πέρασμά του.

Η σιλουέτα του απομακρύνεται αργά, οι  ώμοι κυρτοί, το κεφάλι σκυμμένο, είναι μια αποδοχή, ίσως και να είναι φυσιολογικό, έχουν δοκιμάσει πια τόσες φορές. Αυτή οδηγούσε, μήπως φταίει αυτή; Γιατί δεν την κατηγορεί; Έχει φτάσει ήδη στο σημείο- εκεί που οι απαντήσεις του είναι πέντε εκατοστά από το έδαφος και τα δάχτυλα βυθίζονται στην υγρασία και την αναμοχλεύουν ψάχνοντας με την αφή, είναι μηχανικές οι κινήσεις του, περιμένει να τον δει να τρεμοσβήνει, να χαλάσει ο προτζέκτορας αυτού του διεφθαρμένου εφιάλτη, ίσως έχει άγχη, ίσως όλα αυτά είναι τέσσερις το πρωί και ίσως πρέπει να κλείσει τον κλιματισμό για να κοιμηθεί πιο ήσυχα. Ίσως πρέπει να σηκωθεί να ξεδιψάσει, ίσως να είναι ήδη πρωί και να έχει αργήσει.

Και ο αέρας φυσάει δυνατά, και η σφεντόνα του κόσμου ρίχνει μαζί του αρμύρα και είναι πηχτός, βαρύς, υγρός, δεν σε θέλει εδώ, σου λέει να φύγεις, φύγε γιατί έρχεται, το μολυβένιο κάλυμμα, θα τα σκεπάσει όλα, θα σκεπάσει την ακτή, θα σκεπάσει αυτόν, θα σκεπάσει και εσένα, και μετά δεν είναι ένδεχόμενο πια, είναι οριστικό.

Ίσως να ούρλιαξε. Εκτόνωση και μόνο, ο αέρας είναι πιο δυνατός, η βουή είναι πιο δυνατή, δεν τα νικάς με τις πολεμικές σου ιαχές. Βγαίνει και τρέχει προς το μέρος του. Φωνάζει από πιο πριν, φωνάζει το όνομά του, αυτός πρέπει να ξυπνήσει, να νοιαστεί, να το δει, να μην το αποδεχτεί, να το πάρει πάνω του, να προτείνει, να δράσει, να σηκώσει το δείκτη και να πει ότι εκεί είναι ο δρόμος και ας μην είναι, δεν μπορεί να οδηγεί άλλο αυτή, κουράστηκε, νύσταξε, διψάει, νιώθει ένοχη, έχασε την στροφή, αφαιρέθηκε, ξεχάστηκε.

Πέφτει σχεδόν  πάνω του, είναι αγκαλιά και χτύπημα, είναι τρυφερότητα και οργή μαζί, είναι υστερία και ηρεμία, ένας κόσμος σκοτεινιάζει και τον έχει ανάγκη, η απάντηση δεν είναι πέντε εκατοστά από το έδαφος. Τον χτυπάει, τον φιλάει, δεν ανταποδίδει τίποτα από τα δυο, στωικός, βυθισμένος σαν άυλος ανάμεσα στα βότσαλά του, μπορεί και να περάσει από μέσα του, τα μάτια του είναι διάφανα και βλέπει από πίσω το μολύβι του κόσμου να έρχεται, είναι ώρα που κάτι πρέπει να γίνει.

Σηκώνεται. Ίσως.

Την κοιτάει. Μπορεί να είναι χαμόγελο. Μπορεί να είναι αίνιγμα. Βγάζει το ακριβό σακάκι.
Βγάζει αργά, μεθοδικά, με σχέδιο, το λευκό πουκάμισο.
Αυτό τινάζεται απελευθερωμένο από τον αέρα, αιωρείται αβέβαιο, περιεργάζεται τον κόσμο χωρίς βάρος, στοχεύει στα σύννεφα, είναι χαμηλά, πέφτει σαν μάζα στα βότσαλα και γδέρνεται πάνω τους, η απορρίνιση θα το κάνει λείο, μεταξένιο, πιο ακριβό ακόμα.
Το παντελόνι πέφτει, είναι πιο βαρύ, στάσιμο, είναι τώρα γυμνός, τώρα χαμογελάει σίγουρα, ίσως να βρήκε την απάντηση. Να, ο δείκτης, επιτέλους.

Αλλά δείχνει εκεί που θα έπρεπε να τρέχει αντίθετα. Δείχνει μέσα, δείχνει βαθιά μέσα στο σούρουπο, δηλώνει ότι βλέπει εκεί, βλέπει εκεί καλύτερα από ότι πίσω, από εκεί που ήρθαν.

Βουτάει. Γελάει, ξεκαρδίζεται, γελάει δυνατά, κάπως πνίγεται, βήχει, γελάει ξανά, χτυπάει δυνατά τα χέρια και τα πόδια του, φωνάζει αλλά είναι άηχο σχεδόν, ίσως την προσκαλεί, ίσως δεν τον νοιάζει, ίσως τελικά είναι μόνο για εκείνον η στιγμή, η θάλασσα, η ελευθερία της γύμνιας του μπροστά στην νύχτα που τώρα καλπάζει προς το μέρος τους.

Κάτσε. Συνειδητοποίησέ το. Αφουγκράσου το. Αποκωδικοποίησέ το. Έπρεπε να το έχεις καταλάβει, να το έχεις καταλάβει πριν είναι τόσο αργά, πριν η νύχτα έρθει μαζί με την απελπισία. Είναι βαρύ, είναι μια μέγγενη, σε πιέζει τόσο που θα κλάψεις αλλά, πανάθεμά σε, έτσι θα έπρεπε να είναι η αλήθεια, δηλαδή τι νόμιζες, δηλαδή θεωρείς ότι επειδή είσαι αόρατη και περνάς αθόρυβα μέσα από τα μεσοτοίχια, ότι η αλήθεια δεν θα είναι και για σένα, εκεί, ότι έχεις κάποιο πλεονέκτημα; Κολυμπάει προς τα πίσω, φώναξέ του, μην χάνεις άλλο χρόνο, πάει εκεί από όπου εσύ πρέπει να φύγεις μακριά, πόσο ακόμα;

Βγαίνει, γελάει, ίσως γελάει με σένα, ίσως να γνωρίζει καλύτερα. Τώρα μιλάει αλλά ακούγονται μόνο σκόρπιοι φθόγγοι, η νύχτα έρχεται και θα καταπιεί μαζί σας και τον ήχο και την αφή.

Ακουμπάνε τα ακροδάχτυλα, έτσι ξεκίνησε, φευγαλέα, σε μια στιγμή, όταν κάθε μέρα διαρκούσε για την κάθε μέρα.

‘’Πρέπει να φύγω’’

Ένα χαμόγελο ή αέρας που βγαίνει από την μύτη κοφτά; Δηλαδή ναι, το ήξερες; Το ήξερες ότι στο τέλος, στο τέλος θα σε αφήσω εδώ και θα φύγω; Γιατί εσύ δεν κοίταξες σωστά την λάθος στροφή; Γιατί δεν κοίταζες; Γιατί δεν κοίταζες πανάθεμά σε; Πως θα φύγουμε από εδώ, αν δεν κοιτάς; Όλη μέρα, και θες να περάσουμε την νύχτα στο μέρος που δεν υπάρχει δρόμος. Γιατί να σου αρέσει εδώ; Πως μπορεί να σου αρέσει εδώ;

Εδώ η μέρα κρατάει όσο η μέρα, και μετά τη νύχτα είναι ξανά μια μέρα. Και τα αστέρια την νύχτα δεν είναι ερωμένες για τα νυχτολούλουδα, είναι μόνο αστέρια και νυχτολούλουδα. Εδώ δεν αργείς, ούτε θα αργήσεις, ότι ώρα και να ξυπνήσεις.

Μα τι λες; Ποιά μέθη γέννησε αυτό το παραλήρημα; Πρέπει να φύγω.

Μπορείς να φύγεις, θα έφευγες, θα έφευγες από την αρχή, εδώ δεν φωλιάζει κανείς, είναι μόνο πέρασμα.

Η απάντησή του, ξαναβουτάει και χάνεται. Ίσως σου δίνει χρόνο. Στα ακροδάχτυλα έχει μείνει ένας απόηχος της αφής, σβήνει σε κάθε παλμό. Θα σβήσει όταν τα δάχτυλα ακουμπήσουν το τιμόνι. Τα μεγάλα φώτα δεν τον βλέπουν πια, ένα λευκό πουκάμισο αλλάζει και γίνεται στιλπνό και γυαλιστερό ξύνοντας την ακτή. Θα το καταπιεί και αυτό η νύχτα. Μπορεί και αυτόν να τον έχει καταπιεί πια, έπρεπε να φύγει και να τον αφήσει, δεν υπήρχε άλλος δρόμος.

Το αυτοκίνητο γυρίζει και δεν επιταχύνει, πηγαίνει αργά, σαν να κινείται μόνο από την κλίση του δρόμου.

Αυτός κολυμπάει και άλλο προς τα μέσα, έχει περάσει πολύ ώρα, δεν τα βλέπει τα μεγάλα της φώτα πια, ίσως τα ξαναδεί, ίσως επιστρέψουν πάλι, ίσως χαθούν πιο βαθιά σε αυτό το σημείο, είναι αυτό το σημείο που πρέπει να στέκεσαι με το ένα πόδι και να τραγουδάς, αλλιώς δεν βρίσκεις την άκρη του.

Αφού κολυμπήσει αρκετά, τόσο που είναι ίσως αργά για τις δυνάμεις του να γυρίσει, έχει όλη την εικόνα, από άκρη σε άκρη, μπορεί να δει όλο το σημείο, φευγαλέα ίσως να βλέπει και τα φώτα της, τουλάχιστον τώρα μπορεί να καταλάβει γιατί και ας μην ξέρει ακόμα που.

Έχει όλη την εικόνα- δεν μπορεί παρά να χαμογελάσει.

Ήταν από την αρχή προφανές, τόσο που δεν φαινόταν./




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
;