Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Κινηματογραφικές Περιπλανήσεις (έως 15/9)


Παρατήρηση παλιά αλλά πάντα επίκαιρη: Τα πολυ-σινεμά έχουν αλλάξει αρκετά την φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα της κινηματογραφικής βραδιάς (με ότι αυτό σημαίνει για τον καθένα). Διαμορφώνεται μια σύμφυτη με τα mall και την λογική τους ομάδα που δεν πάει για εκείνη την ταινία, αλλά πάει για ταινία σκέτο, αφήνοντας το ‘’εκείνη’’ να κριθεί από μια στρατιά από παρατεταγμένες αφίσες (και κατάλληλες ώρες προβολής). Φυσικά, το ίδιο το προϊόν εξελίσσεται ώστε να ανταποκριθεί στην τάση και να την διαμορφώσει συνάμα- τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια σαφής συνταγή στην παραγωγή ταινιών (με κέντρο την δυτική ακτή των ΗΠΑ) και αυτήν την εβδομάδα έχουμε δυο εκπροσώπους της συνταγής σε πολλές αίθουσες. 
Η συνταγή είναι σχετικά απλή- παίρνουμε ένα μύθο, κατά προτίμηση ένα μύθο που ακούμπησε μια ή δυο γενιές πίσω και είναι τώρα κάπως κουρασμένος, τον επαναπροσδιορίζουμε σε πιο μοντέρνες εκδοχές και ύστερα προσθέτουμε κάποια νέα πρόσωπα, ξανά στα γούστα (ή διαμορφώνοντας τα γούστα) του τωρινού κοινού. Κατά προτίμηση, το προϊόν πρέπει να έχει συνέχειες (1, 2, 3 ή και 4) και επίσης κατά προτίμηση πρέπει να διαμορφωθεί ένα πλατύ πλέγμα αγοράς γύρω του (από τα βιβλία-based upon, μέχρι συναφή προϊόντα κλπ). Άρα λοιπόν, χωρίς καμία δόση ελιτισμού αλλά μόνο με βάση την ταπεινή παραδοχή ότι το πακέτο Twilight και σία δεν προσφέρει κινηματογραφική συγκίνηση αλλά ένα κάπως ακριβούτσικο ψυχαγωγικό δίωρο, συνιστούμε την αποφυγή οποιασδήποτε προβολής με τους τίτλους:

Θανάσιμα Εργαλεία: Η πόλη των οστών
Ο Πέρσι Τζάκσον και η θάλασσα των Τεράτων

Από εκεί και πέρα:  

Η οικογένεια Μίλερ (Were the Millers) είναι ένα παράξενο υβρίδιο- φυσικά, είναι μια κλασσική mainstream αμερικάνικη κωμωδία, αλλά σε αντίθεση με την τάση των τελευταίων είναι σε θέση να προκαλέσει γέλιο. Αλλά για λίγο. Η ιστορία αφορά ένα μικρομέγαλο τεμπελχανά (ο κύριος Σουντέκις, που θα εμφανιστεί αρκετά συχνά στο μέλλον) που διακινεί μαριχουάνα και που του ανατίθεται να μεταφέρει μια (μεγάλη όπως προκύπτει) δόση από το Μεξικό. Για να το κάνει, πρέπει να σατιρίσει την Όσια Αμερικανική Οικογένεια (που φυσικά θα πέρναγε τα σύνορα χωρίς να την υποπτευθεί κανείς, ειδικά αν φορά μεξικάνικα καπέλα) κατασκευάζοντας ένα μικρό θίασο: Η μαμά είναι μια μοναχική στρίπερ (η Τζένιφερ Άνιστον, η Ρέιτσελ που όλοι αγαπήσαμε), η κόρη είναι μια έφηβη που το ‘χει σκάσει από την δυσλειτουργική της οικογένεια (Έμα Ρόμπερτς, ανεψιά της Τζούλια συνονόματης), ο γιός είναι ένα παρατημένο από την μάνα του παιδί (Εντ Χελμς). Ντύνονται, πλασάρονται ως γνήσιοι αμερικάνοι μεσοαστοί και φυσικά, περνάνε τα σύνορα υπεράνω πάσης υποψίας. Επίσης φυσικά, αρχίζουν οι αναποδιές, αλλά το θέμα είναι αλλού- όσοι είδαν ως τώρα μια σάτιρα, θα δουν την ταινία να αποδομεί τον εαυτό της καταλήγοντας να θεοποιεί αυτό που σατιρίζει: Η συντηρητική, απολιτίκ, θεοσεβούμενη οικογένεια που ταξιδεύει με το τροχόσπιτο και κρύβει τις δυσλειτουργίες της στο πορτ-παγκάζ είναι τελικά το happy end.  Οι αστείες στιγμές είναι μαζεμένες στο trailer, ακόμα και το στριπτίζ της Άνιστον (που κατά βάση ήταν το marketing της ταινίας), ακόμα και όλη η υπόθεση.  

Δύο είναι οι ταινίες που ξεχωρίζουν, για διαφορετικούς λόγους και διαφορετικά γούστα. 


Η Θλιμμένη Τζασμίν (Blue Jasmine) είναι η καινούρια ταινία του Γούντι Άλλεν και στην οποία πρωταγωνιστεί η Κέιτ Μπλάνσετ. Αυτά είναι αρκετά διαπιστευτήρια για αρκετούς, αλλά πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Γούντι Άλεν σταματάει την εκτός Αμερικής περιοδεία του (ξεκίνησε από το Match Point και το Scoop, πήγε στο παραγνωρισμένο Όνειρο της Κασσάνδρας και γνώρισε ένα ψηλό μελαχρινό άντρα, πέρασε τα Μεσάνυχτα στο Παρίσι αφού πρώτα τσέκαρε την Βαρκελώνη με την Βίκυ και την Κριστίνα και ολοκληρώθηκε κάπως κουρασμένα στην Ρώμη, με αγάπη), επιστρέφει σε προσφιλή του θέματα και τα μπολιάζει και με ένα λεπτό κοινωνικό σχολιασμό που μπορεί να γεννήσει ζωηρές μετα-κινηματογραφικές συζήτησεις.  
Πως αλλιώς, όταν η πρωταγωνίστρια ταξιδεύει από την καλογυαλισμένη, ματαιόδοξη και άπληστη αλλά εκτυφλωτικά γυαλιστερή ‘’υψηλή κοινωνία’’ των κοσμικών πάρτι και δεξιώσεων, στην αβάσταχτη (για εκείνη) λαϊκότητα του κοινωνικού περίγυρου της αδερφής της στο Σαν Φρανσίσκο, στην αβάσταχτη (για εκείνη) ανάγκη να βρει δουλειά και στην κατανάλωση αλκοόλ και χαπιών ως λίπασμα για το νευρικό της breakdown.

Κάθε ταινία του Γούντι Άλεν είναι ούτως ή άλλως ένα κινηματογραφικό γεγονός (ακόμα και οι μέτριες δουλειές του, είναι εξαιρετικές) αλλά ήδη η ταινία οδεύει ταχύτατα προς τον πάνθεον των καλύτερων στιγμών του.

Από την άλλη, αλλάζοντας τελείως κλίμα και περνώντας από τις νευρωτικές κοινωνικές κωμωδίες στην περιπετειώδη επιστημονική φαντασία, το Elysium ξεχωρίζει για δυο βασικούς λόγους: Πρώτον, ο σκηνοθέτης κ. Nιλ Μπλομκαμπ είχε παραδώσει πριν 4 χρόνια την παραγνωρισμένη (στο ευρύ κοινό) ταινία District 9, στην οποία οι εξωγήινοι ήταν αναγκασμένοι να στιβάζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης σαν πρόσφυγες σε ένα βαθιά ρατσιστικό πλανήτη και η επιστημονική φαντασία εργαλείο για οξύ κοινωνικό σχολιασμό. Στο Elysium, που εμφανίζεται ο Ματ Ντέιμον και η Τζόντι Φόστερ, μεταξύ άλλων, ο κόσμος το 2154 είναι τόσο βαθιά ταξικά πολωμένος που οι έχοντες ζουν πλουσιοπάροχα σε ένα διαστημικό σταθμό ενώ οι ‘’πολλοί’’ αργοπεθαίνουν σε ένα κατεστραμμένο πλανήτη, απομεινάρι της Γης. Παραμένει βέβαια μια ταινία με μπουμ-μπουμ, δράση, ‘’σωτήρες’’ (ο ρόλος του Ματ Ντέιμον) και τους απαραίτητους ύμνους όταν φτάνει η στιγμή της ‘’θυσίας για το κοινό καλό’’, και στην πραγματικότητα, παρά την αιχμηρή αρχική της πρόθεση δεν αναπτύσσει τις ιδέες και το περιεχόμενο, στο βαθμό που θα μπορούσε. Ανεβάζοντας την κλίμακα της μορφής, ο δημιουργός πάει ένα βήμα πίσω στην κλίμακα του τι έχει να πει πίσω από τα εφέ, και αυτή είναι μια επαναλαμβανόμενη σύμβαση για την μεγάλη μηχανή παραγωγής ταινιών σήμερα.


Πηγαίνοντας όμως στην ουσία της κινηματογραφικής περιπλάνησης, για όσους μένουν και τριγυρίζουν την Αθήνα, μακριά από τα multiplex και μετά από μια κουραστική μέρα στο πλευρό των απεργών καθηγητών και δασκάλων, και εφόσον δεν υπάρχει κάποιο γεγονός στην ΕΡΤ, υπάρχουν σημεία στην πόλη για όμορφες κινηματογραφικές βραδιές. Φυσικά θα ξεχνάμε ή θα μας διαφεύγουν αρκετές περισσότερες, αλλά σε κάθε περίπτωση, η κινηματογραφική εβδομάδα θα μπορούσε να περιλαμβάνει τα εξής, ατάκτως και για κάθε γούστο:

·         Δευτέρα ως Τετάρτη, εκεί γύρω στις 10, στον κινηματογράφο Άστυ στο Μετρό Πανεπιστήμιο, για μια από τις πιο βέβηλες και εμβληματικές ταινίες όλων των εποχών, από ένα κορυφαίο σκηνοθέτη: Η Βιριδιάνα του Λουίς Μπουνιουέλ και την φοβερή ερμηνεία της Σιλβάνα Κορσίνι, η αιτία που κάθε συντηρητικό κύτταρο του πλανήτη ανατρίχιασε κάπου στις αρχές του ’60. Καθώς όλο το έργο του Μπουνουιέλ γίνεται ομορφότερο καθώς παλιώνει η αισθητική του, η Βιριδιάνα είναι μια ταινία που κάθε κινηματογραφόφιλος πρέπει να απολαύσει (ή να γίνει εξ’αιτίας της).

·         Με την παρακάτω σειρά: Αγοράζουμε το τελευταίο Εκτός Γραμμής και διαβάζουμε για το νουάρ, δια χειρός Γ. Καλαμπόκα. Ανατρέχουμε σε όσα νουάρ έργα έχουμε απολαύσει τα τελευταία χρόνια (βιβλία ή ταινίες) και αποφασίζουμε να πάμε θερινό σινεμά για το έργο που βρίσκεται στο λεξικό δίπλα στο λήμμα ‘’noir’’. Το γεράκι της Μάλτας, με τον Χάμφρει Μπόγκαρτ ως Σαμ Σπέιντ από το ομώνυμο βιβλίο του Ντάσιελ Χάμετ (έξοχο, επίσης). Παλιό, κλασσικό καπνισμένο και ασπρόμαυρο, αξίζει να το δει κανείς πριν βγάλουν το αναπόφευκτο remake (έχει αργήσει), στο ΠΑΛΑΣ, Υμητού 109, λίγο μετά τις 10.30. Από έργα σαν αυτά γεννήθηκαν οι femme fatale, οι μοναχικοί ντεντέκτιβ και η γκρίζα ζώνη ανάμεσα στο καλό και το κακό.


·         Εναλλακτικά, στον ίδιο κινηματογράφο, πηγαίνουμε λίγο μετά τις 8, αφού πρώτα όμως έχουμε νοικιάσει το Τριο της Μπελβίλ για after σε κάποιο σπίτι με φίλους. Είναι ο Θαυματοποιός του Σιλβιέν Σομέ (που έχει κάνει και το Τριο της Μπελβίλ) και είναι στην πραγματικότητα μια άσκηση: Πόσο εντυπωσιακά ζεστό και ευχάριστο μπορεί να είναι ένα μινιμαλιστικό animation, χωρίς λόγια, και πόσο γλυκόπικρα ψυχογραφήματα μπορεί να αναπτύξει, κοντράροντας το παλιό με το νέο σε ένα κόσμο που αλλάζει. Και οι δυο ταινίες είναι προϊόντα κινηματογραφικής μαγείας και υψηλής αισθητικής, back to back ακόμα καλύτερα.

·         Πηγαίνοντα σε κλασσικές επιλογές, όχι πολύ μακριά, και μένοντας στην επιλογή για θερινό σινεμά, στο σινε Όασις (9 και 11 οι προβολές) παίζει η Διπλή Ζωή της Βερόνικα του Κριστόφ Κισλόφσκι. Θυμηθείτε: 



       Λίγο πιο κάτω, στον δημοτικό κινηματογράφο ΣινέΔάφνη, μπορεί κάποιος να ξαναδεί Τα πουλιά του Άλφρεντ Χίτστκοκ, ενώ δυο δρόμους πάνω από την Σόλωνος, στον θερινό ΒΟΞ, μπορεί κάποιος να αναζητήσει την καλύτερη ίσως δικαστική ταινία: Οι 12 ένορκοι του Σίντει Λιούμετ είναι ένα κλειστοφοβικό θρίλερ δωματίου, που ενώνει το θέατρο με τον κινηματογράφο και μένει μέχρι σήμερα (από το 1957) αξεπέραστο.



·         Αν τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αρκετό, άλλα δυο: Καθαρή ψυχαγωγία παλιάς κοπής, μεστωμένη σαν καλό κρασί. Ξεχάστε τα πρόχειρα remake με τον Πιρς Μπρόσναν και την Ρενέ Ρούσο- ένα από τα ωραιότερα ζευγάρια, Στιβ ΜακΚοουίν και η Φέι Ντάναγουει στην Υπόθεση Τόμας Κράουν.  Κοντά στη Λεωφόρο εθνικής αντιστάσεως, στην Καισαριανή, κινηματογράφος (θερινός, όσο προλαβαίνουμε) και στις 8.30 και στις 10.30. Είναι γουέστερν, είναι ιστορία με κλέφτες και αστυνόμους, είναι στυλ, είναι φινέτσα, είναι σέξι, είναι υπόδειγμα για τις ταινίες αυτού του είδους. Αλλάζοντας όμως τελείως μέρος και στυλ (κρατάμε το θερινό), πάμε πρώτα μια βόλτα από ένα βιβλιοπωλείο και αγοράζουμε την κραυγή απελευθέρωσης μιας ολόκληρης γενιάς στην Αμερική. Διαβάζουμε το βιβλίο του Τζακ Κέρουακ Στο Δρόμο μονορούφι, σε κάποια ήσυχη γωνιά στο Θησείο ή τις γύρω περιοχές και ύστερα προμηθευόμαστε και το Ουρλιαχτό του Γκίνσμπεργκ για την ποιητική έκφραση της γενιάς του μπιτ. Κατόπιν, πηγαίνουμε στο θερινό Σινέ-Ψυρρή (8.30 είναι καλά, Δευτ-Τετ) και βλέπουμε την μεταφορά του από τον Βάλτερ Σάλες. Εδώ υπάρχει ένα καλό και ένα κακό όμως: Το καλό είναι ότι ο Βάλτερ Σάλες μας έδωσε και τα ημερολόγια μοτοσικλέτας (και άρα τα road movie που κρύβουν στους ορίζοντές τους την επανάσταση του πάνε). Το κακό είναι ότι η ταινία ρέπει συνεχώς στο να αποφορτιστεί από όλα όσα συμβόλισε κάποτε η ελευθεριακή περιπλάνηση του Κέρουακ –ίσως να φταίει η Κίρστεν Στιούαρτ, ίσως είναι αλήθεια ότι κάποια λογοτεχνικά αποτυπώματα μιας γενιάς σε υπαρξιακή αναζήτηση και κοινωνική αμφισβήτηση δεν είναι απαραίτητα κινηματογραφήσημα. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
;